Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΗΜΑΣΙΑ -ΚΑΙ ΤΗΝ (ΥΠΟ) ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ- ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ. Συμπεράσματα δημόσιας πολιτικής από μια τετράχρονη εμπειρία. Θεόδωρος Ν. Τσέκος

Αφορμή για το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ο αναστοχασμός της τετραετούς  θητείας μου ως Διευθυντή του Ινστιτούτου Πολιτικών Ερευνών και ως μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών - ΕΚΚΕ, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα.

Στα τέσσερα χρόνια που υπηρέτησα τον θεσμό (τα τέσσερα τελευταία χρόνια, άλλωστε, της επαγγελματικής μου πορείας), είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με ερευνήτριες, ερευνητές, ειδικούς επιστήμονες και επιστημόνισσες ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου, που με την ακαδημαϊκή εργασία και τις πρωτοβουλίες τους κρατούν το ΕΚΚΕ στην πρώτη γραμμή της κοινωνικής έρευνας στην χώρα μας αλλά και του διασφαλίζουν αξιοπρόσεκτη παρουσία σε ένα απαιτητικό διεθνές περιβάλλον. Στην κοινή μας προσπάθεια για την οργανωτική συγκρότηση και λειτουργία του Ινστιτούτου συνεργάστηκα επίσης στενά με τα διοικητικά στελέχη του Κέντρου, ολιγάριθμα μεν πολύ αποτελεσματικά δε, και μάλιστα σε ένα περιβάλλον διαρκώς αυξανόμενης διαχειριστικής πολυπλοκότητας.

Βίωσα όμως τα χρόνια αυτά και μιά πραγματικότητα λιγότερο θετική: τις δυσχέρειες που προκαλεί και τα εμπόδια που ορθώνει, όχι μόνο σε διαχειριστικό αλλά κυρίως σε στρατηγικό επίπεδο, η υποχρηματοδότηση της έρευνας στα πεδία των κοινωνικών επιστημών. Φαινόμενο , δυστυχώς, γενικευμένο και διεθνές.

Ο πάγιος ετήσιος προϋπολογισμός του Κέντρου είναι σε θέση να καλύψει μέρος μόνο των αναγκαίων δαπανών για την παραγωγική λειτουργία του. Παραμένει άλλωστε χωρίς αύξηση τα τελευταία έξι χρόνια ενώ και οι ανάγκες και οι δαπάνες αυξάνονται σταθερά - χωρίς να υπολογίσουμε τις επιπτώσεις του πληθωρισμού.

Οι συνολικές δαπάνες του ΕΚΚΕ ισολογίζονται χάρη στα ίδια έσοδά του από συμμετοχές σε ανταγωνιστικά προγράμματα και παροχή υπηρεσιών στην ερευνητική αγορά, προς φορείς του δημοσίου αλλά και του ιδιωτικού τομέα.



ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ: ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΖΗΤΗΣΗ Ή ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ;

Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αντιτείνει πως κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Ότι η διασφάλιση πόρων μέσα από διαδικασίες που απαιτούν από τον οργανισμό να αποδεικνύει εμπράκτως την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητά του στο έργο που εκάστοτε επιτελεί, είναι ο πλέον ορθολογικός τρόπος χρηματοδότησης.

Δεν θα διαφωνήσω, με δύο όμως -σημαντικές- επισημάνσεις:

Πρώτον, η εξάρτηση από εξωτερικές χρηματοδοτήσεις προσανατολίζει την έρευνα προς τα πεδία εκείνα που οι φορείς χρηματοδότησης αξιολογούν ως σημαντικά. Κάτι τέτοιο αποστερεί τους ερευνητικούς φορείς από την δυνατότητα να θέτουν τις δικές τους προτεραιότητες, ως κατά τεκμήριο φορείς αυξημένης τεχνογνωσίας.

Όμως ειδικά η βασική, η πρωτογενής, έρευνα είναι κατεξοχήν πεδίο που επιδέχεται ανάπτυξης με βάση την προσφορά και όχι την ζήτηση. Είναι οι ίδιοι οι ερευνητικοί φορείς που έχουν τις γνωσιακές προϋποθέσεις να θέτουν νέα ζητήματα προς διερεύνηση και να αναπροσανατολίζουν την ερευνητική δραστηριότητα προς νέα πεδία. Μη διαθέτοντας αυτοτελείς πόρους, τους οποίους να μπορούν να επενδύουν ερευνητικά με βάση την δική τους επιστημονική προτεραιοποίηση, δεσμεύονται στην ερευνητική πεπατημένη μετέχοντας μεν στο παρόν της έρευνας, χωρίς όμως να προετοιμάζουν επαρκώς το μέλλον της.

Δεύτερον, και ειδικότερο, η ζήτηση για ερευνητικά αποτελέσματα στις κοινωνικές (και τις ανθρωπιστικές) επιστήμες είναι γενικά περιορισμένη. Η έμφαση δίδεται όλο και περισσότερο στις θετικές και πρακτικά εφαρμοσμένες επιστήμες (STEM - Science, Technology, Engineering, Mathematics, Ιατρική , Βιολογία κλπ).

Αναμενόμενο βέβαια αφού είναι τα υλικής φύσεως προβλήματα (και ευκαιρίες) που απασχολούν κυρίως τους ανθρώπους: πανδημίες, κλιματική αλλαγή, νέες τεχνολογίες.



Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ "ΠΟΛΥΚΡΙΣΕΩΝ"

Ωστόσο γίνεται σταδιακά όλο και περισσότερο κατανοητό πως η ανθρώπινη συμπεριφορά, συλλογική και ατομική, επηρεάζει καθοριστικά την εξέλιξη και τους τρόπους αντιμετώπισης των "υλικών" προβλημάτων - και αξιοποίησης των ευκαιριών.

Και τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής και οι υγειονομικές κρίσεις και η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών ή οι διακινδυνεύσεις που αυτές προκαλούν, λαμβάνουν χώρα, επιδεινώνονται, παράγουν ζημίες που αντιμετωπίζονται ή δεν αντιμετωπίζονται και προσφέρουν ευκαιρίες που αξιοποιούνται ή δεν αξιοποιούνται (με κατάλληλες ή ανεπαρκείς δημόσιες πολιτικές, αντίστοιχα) μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες. Συνιστούν δηλαδή εν τέλει (και) κοινωνικά προβλήματα.

Παράλληλα, μιά σειρά προβλήματα μείζονος σημασίας έχουν αποκλειστικά κοινωνικό χαρακτήρα: παραβατικότητα, εξαρτήσεις, έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία, φτώχεια και δυσχέρειες κοινωνικής ένταξης, ψηφιακό έγκλημα κλπ κλπ. Η αντιμετώπισή τους προϋποθέτει πλήρη και ουσιαστική κατανόηση των κοινωνικών μηχανισμών, των δυναμικών και των τάσεων της εποχής.

Σε πολλές δε περιπτώσεις φυσικά, τεχνολογικά και κοινωνικά προβλήματα αλληλοδιαπλεκονται και επηρεάζονται αμοιβαία, παράγωντας "πολυκρίσεις" (polycrises) σύμφωνα με τον όρο που εισήγαγε ο Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Edgar Morin . Η υγειονομική κρίση, η ενδοοικογενειακή βία αλλά και η κλιματική αλλαγή και η φτώχεια αποτελούν τέτοια παραδείγματα.

Τέλος, η μελέτη μιάς σειράς διαστάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας όπως η ιστορική της εξέλιξη, η σκέψη, η λογοτεχνία και οι τέχνες συνιστά αυταξία συμβάλλοντας στην συλλογική και ατομική αυτοσυνείδηση και τροφοδοτώντας συλλογικές νοοτροπίες -κουλτούρα- που (μπορεί να) υπαγορεύουν κοινωνικά υπεύθυνες συμπεριφορές.


Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ : ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ

Η κοινωνική έρευνα, συνεπώς, όπως και η έρευνα στις ανθρωπιστικές επιστήμες δεν αποτελούν πολυτέλεια οι δε πόροι που επενδύονται σε αυτές έχουν πλήρως παραγωγικό χαρακτήρα. Ειδικά μάλιστα όταν τα ερευνητικά αποτελέσματα τροφοδοτούν προτάσεις δημόσιας πολιτικής και μάλιστα σε πεδία όπου οι σύγχρονες κοινωνίες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν προβλήματα ιδιαιτέρως δυσχερή και δυσεπίλυτα (wicked).

Η σύνδεση της κοινωνικής έρευνας με την δημόσια πολιτική δεν είναι βεβαίως κάτι που επιτυγχάνεται αυτόματα. Απαιτείται σχεδιασμός και ανάπτυξη των κατάλληλων διαύλων σύνδεσης των παραγωγών με τους χρήστες κοινωνικών δεδομένων, δηλαδή των ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημίων με τα υπουργεία, τα νομικά πρόσωπα και τους οργανισμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης. Χρειάζεται επίσης μιά κοινή "γλώσσα" - ή αλλοιώς ένας μηχανισμός "μετάφρασης"- που να επιτρέπει στους δύο χώρους, αυτού της έρευνας και εκείνου της δημόσιας πολιτικής, να επικοινωνούν, να συνεννοούνται και να αλληλο-κατανοούνται. Η διαμόρφωση ενός τέτοιου "οικοσυστήματος" συνύπαρξης και συνεργασίας προϋποθέτει συστηματικές προσπάθειες για ανάπτυξη μεθοδολογίας, διαδικασιών και δικτύωσης.


ΔΥΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Ενδεικτικά θα αναφερθώ εδώ σε δύο έργα αυτής της κατεύθυνσης στα οποία συμβάλλει το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Το πρώτο εξ αυτών είναι το διευρωπαϊκό έργο "Τεχνική Υποστήριξη για την Οικοδόμηση Ικανοτήτων Άσκησης Πολιτικής Βάσει Τεκμηρίωσης" διάρκειας δύο ετών στο οποίο συντονιστής είναι η Ελλάδα και συμμετέχουν το Βέλγιο, η Τσεχική Δημοκρατία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Ολλανδία με ένα ευρύ φάσμα οργανισμών από το συντονιστικό κέντρο της κυβέρνησης μέχρι τους φορείς έρευνας και τον ακαδημαϊκό κόσμο.

Τα παραδοτέα του έργου περιλαμβάνουν

(α) αναλύσεις της υφιστάμενης κατάστασης συνεργασίας ερευνητικών κέντρων και υπηρεσιών ανά χώρα

(β) σχεδιασμός διαδικασιών και εξειδικευμένες συστάσεις μεταρρυθμίσεων

(γ) εργαστήρια ανάπτυξης ικανοτήτων αμοιβαίας συνεργασίας για στελέχη υπηρεσιών υπεύθυνα για την χάραξη πολιτικής και για ερευνητές

(δ) ανάπτυξη λειτουργιών ενδιάμεσης διαχείρισης γνώσης (knowledge brokers).

Το δεύτερο έργο αυτής της κατεύθυνσης έχει τίτλο "Ανθεκτικότητα, Συμπερίληψη και Ανάπτυξη: Προς μια Δίκαιη Πράσινη και Ψηφιακή Μετάβαση των Ελληνικών Περιφερειών" (JustReDI), leader το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και εκτελείται σε συνεργασία με τρία ερευνητικά κέντρα (το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών και το Ερευνητικό Κέντρο Αθηνά) και δύο πανεπιστήμια: το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και το Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας.
Το έργο, με διετή επίσης διάρκεια, χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα "Ελλάδα 2.0 Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας" και τα παραδοτέα του περιλαμβάνουν

(α) την ανάλυση των διαδρομών ψηφιακού και πράσινου μετασχηματισμού στις ελληνικές περιφέρειες,

(β) την καταγραφή αξιών, στάσεων και συμπεριφορών του γενικού κοινού αλλά και επιμέρους κοινωνικών ομάδων,

(γ) την ανάπτυξη μεθοδολογίας διαμόρφωσης προτάσεων δημόσιας πολιτικής και την αξιοποίησή της για παροχή μεθόδων και εργαλείων σχεδιασμού, παρακολούθησης και αξιολόγησης πολιτικών έτσι ώστε η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση να συντελεστούν με όρους δικαιοσύνης, ανθεκτικότητας, βιώσιμης ανάπτυξης και κοινωνικής συμπερίληψης.

Τα δύο αυτά παραδείγματα εικονογραφούν την σπουδαιότητα που έχει το να γίνει αντιληπτή η κοινωνική (υπό την ευρεία έννοια) διάσταση ως κρίσιμη συνιστώσα της άσκησης των κάθε είδους δημοσίων πολιτικών. Όχι αποκλειστικά των κοινωνικών, αλλά και εκείνων που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν να έχουν έναν φυσικό ή τεχνικό χαρακτήρα: πολιτικές για το περιβάλλον, την τεχνολογία, την υγεία, την ανάπτυξη.


OI ΔΥΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΕΝΔΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

Συμπερασματικά θα επισημάνω ότι η ενίσχυση της χρηματοδότησης της κοινωνικής (εν προκειμένω και πολιτικής) έρευνας σε εθνικό αλλά και σε ενωσιακό επίπεδο, θα μπορούσε να περάσει από δύο κυρίως διαύλους:

Πρώτον από πόρους που θα επενδυθούν στην βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας των ασκούμενων δημοσίων πολιτικών. Μιά τέτοια επένδυση έχει ως προϋπόθεση την οριζόντια ενσωμάτωση (mainstreaming) των κοινωνικών διαστάσεων σε όλες τις επιμέρους τομεακές πολιτικές. Μια τέτοια ενσωμάτωση θα πρέπει να έχει μεθοδολογικά, επιστημολογικά, αξιακά εν τέλει χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικά που για πολλούς τομείς πολιτικής και τις αντίστοιχες επιστημονικές πειθαρχίες θα αγγίζουν την "αλλαγή επιστημονικού παραδείγματος", κατά την έννοια που εισήγαγε ο Κουν με το βιβλίο του "Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων".

Ενδεικτική είναι η περίπτωση των αλλαγών που επιφέρουν τα Συμπεριφορικά Οικονομικά στον τρόπο με τον οποίο η Οικονομική Επιστήμη προσλαμβάνει, αναλύει και ταξινομεί τους τρόπους διαμόρφωσης των προτιμήσεων, των επιλογών και των αποφάσεων των οικονομικών υποκειμένων. Αλλά και των επιπτώσεων που μιά τέτοια αλλαγή προοπτικής επιφέρει στην ανάλυση και τις προτάσεις πολιτικής που η αρμόδια επιστημονική κοινότητα καταρτίζει και απευθύνει στους αρμόδιους policy makers. Αλλαγές που συνδέονται συνολικά με μια πρωτόγνωρη ανάδυση της κοινωνικής διάστασης στην οικονομική σκέψη, σε σύγκριση με τα κλασσικά οικονομικά.

Δεύτερον η χρηματοδοτική ενίσχυση θα πρέπει να συμπεριλάβει κοινωνικούς πόρους που θα κατευθυνθούν αυτοτελώς στην αναβάθμιση της βασικής, πρωτογενούς, κοινωνικής έρευνας. Εδώ δεν πρόκειται για μιά επένδυση στην εφαρμοσμένη πολιτική αλλά για μιά επένδυση στο μέλλον. Θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία και η δυνατότητα στους κοινωνικούς επιστήμονες και στους φορείς τους να πειραματιστούν, να ρισκάρουν, να βγουν από την πεπατημένη, να εξοικειωθούν με νέα πεδία, να αναπτύξουν καινούργιες ερμηνείες, να κατασκευάσουν πρωτότυπα εργαλεία , ακόμη και να διαψευστούν και να αποτύχουν.

Η νέα γνώση παράγεται μέσα από την δοκιμή, την διάψευση και την επιβεβαίωση. Θα χρειαστεί λοιπόν να υπάρξουν πολλές δοκιμές και αρκετές διαψεύσεις για να προκύψουν τελικά οι αναγκαίες επιβεβαιώσεις.

Ζώντας σε ασταθείς, ευμετάβλητες και αβέβαιες εποχές είναι σίγουρο ότι για να οικοδομήσουμε τις νέες κανονικότητες θα χρειαστούμε καινούργια γνώση σε μεγάλη έκταση. Και για τούτο θα απαιτηθούν επαρκείς δημόσιοι πόροι που θα την προετοιμάσουν.

Ο Θεόδωρος Ν. Τσέκος είναι Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και τέως Διευθυντής του Ινστιτούτου Πολιτικών Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.



Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2023

Απόστολου Παπατόλια, «Τεχνοκρατία και Δημοκρατία στη Σύγχρονη Διακυβέρνηση». Εκδόσεις Παπαζήση, σειρά: "Δημόσια Πολιτική και Θεσμοί", Διεύθυνση Α. Πασσάς - Θ. Τσέκος, 2023. Βιβλιοκρισία της Αθανασίας Τριανταφυλλοπούλου Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

 Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαζήση στη σειρά Δημόσια Πολιτική και Θεσμοί (υπό την διεύθυνση των Καθηγητών Α.Γ. Πασσά και Θ.Ν. Τσέκου) το βιβλίο του Απόστολου Παπατόλια, Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Paris X - Nanterre, πρώην Συμβούλου του ΑΣΕΠ και τ. Νομάρχη Μαγνησίας, με τίτλο  «Τεχνοκρατία και Δημοκρατία στη Σύγχρονη Διακυβέρνηση».

Το βιβλίο προλογίζει ο Χαρίδημος Κ. Τσούκας, Καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στην Έδρα Columbia Ship Management στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και διακεκριμένος ερευνητής Καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Warwick.

Στο βιβλίο ο Απόστολος Παπατόλιας, χαρακτηρίζοντας την οργάνωση των δημόσιων διοικητικών δομών από της συγκρότησης του κράτους ως πολιτικό ζήτημα και όχι μόνο οργανωτικό-διοικητικό, μελετά τη διάρθρωση των διοικητικών μονάδων και αναλύει, κριτικά, το σκοπό, την στελέχωση και τον βαθμό συμβολής τους στην οργάνωση του κράτους και στη διοίκηση των κυβερνητικών και αποκεντρωμένων θεσμών, εστιάζοντας στα μέσα που αξιοποιούνται για την εκπλήρωση των στόχων τους, κατά τις συνταγματικές επιταγές και τις επιλογές του κοινού νομοθέτη.

Στο βιβλίο, το περιεχόμενο του οποίου διακρίνεται σε τέσσερα μέρη (α. Οι οργανωτικές βάσεις της διακυβέρνησης, β. Οι αξιακές βάσεις της διοίκησης: αξιοκρατία και αποπολιτικοποίηση, γ. Νέες όψεις της επιτελικής διακυβέρνησης, δ. Σύγχρονη διακυβέρνηση μεταξύ ιδεολογίας και επιστήμης), ο Απόστολος Παπατόλιας με παραπομπές στην επιστημονική θεωρητική προσέγγιση και αναφορές στην εφαρμογή των κανόνων διοίκησης και λειτουργίας των οργάνων διοίκησης, διατυπώνει τους όρους και τις προϋποθέσεις για μια προοδευτική διακυβέρνηση, που λαμβάνει υπόψη της τη σχέση κεντρικών και αποκεντρωμένων επιπέδων διοίκησης, αλλά και τη συμμετοχή της κοινωνίας.

 Η οργάνωση του κράτους μετεπαναστατικά, όπως και ο Απόστολος Παπατόλιας αναφέρει στο βιβλίο του, είναι  εξελικτική. Παρακολουθεί τις συνθήκες κάθε εποχής, αντιλαμβάνεται τις ανάγκες της κοινωνίας και τις δημόσιες πολιτικές που πρέπει να ασκηθούν και να καλύψουν τις ανάγκες αυτές και συστήνει τις αναγκαίες δομές και Υπηρεσίες.

Από της συστάσεώς του το νέο ελληνικό κράτος οργανώνεται κατά Υπουργεία, ώστε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, έναντι των πολιτών αφενός, στο διεθνές περιβάλλον αφετέρου. Οι συνεχείς νομοθετικές μεταβολές για τη συγκρότηση των Υπουργείων από της συστάσεως του νέου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, αναδεικνύουν τη βούληση προσαρμογής στις διαμορφωθείσες κάθε φορά συνθήκες με στόχο, μεταξύ των άλλων, την αντιμετώπιση των ζητημάτων που προκύπτουν εξ αιτίας των συνθηκών αυτών και την αποτελεσματικότητα στη διοίκηση των δημοσίων υποθέσεων.

Παράλληλα, και λαμβάνοντας υπόψη, ότι από το Σύνταγμα η τοπική αυτοδιοίκηση αναγνωρίζεται ως αρχή δημόσιας εξουσίας που θεμελιώνεται στη λαϊκή κυριαρχία και συντρέχει υπέρ αυτής το τεκμήριο αρμοδιότητας για την άσκηση και διαχείριση δημοσίων υποθέσεων  σε τοπικό επίπεδο, συγκροτούνται οι δομές των βαθμών της τοπικής αυτοδιοίκησης και καθορίζονται, ενδεικτικά και πέραν, πολλές φορές, της συνταγματικής διάταξης, οι υποθέσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης με εμφανή, ωστόσο, την αναποφασιστικότητα του κοινού νομοθέτη, ως προς τις σχέσεις κεντρικής διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης και ειδικότερα, ως προς το βαθμό του εύρους των αρμοδιοτήτων, της διοικητικής αυτοτέλειας και της οικονομικής και δημοσιονομικής αυτοδυναμίας και, κυρίως, της ανάδειξης των τοπικών Αρχών.

Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η συμμετοχή στα νομοπαρασκευαστικά και εκτελεστικά όργανα της Ένωσης, η χρηματοδότηση προγραμμάτων από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για έργα και υπηρεσίες που εκτελούνται στη χώρα και η υπαγωγή στα όργανα εποπτείας αυτής,  συνετέλεσαν στην προσαρμογή της οργάνωσης των Υπηρεσιών της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, με στόχο την ευχερέστερη εφαρμογή των διαδικασιών και αποτελεσματική εκτέλεση των προγραμμάτων και πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ανάδειξη της κυβέρνησης προκύπτει από ένα εκλογικό σύστημα, όπως κάθε φορά ορίζεται από τον κοινό νομοθέτη. Στην Ελλάδα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων(1994, 2018) προβλέπεται από τον κοινό νομοθέτη ένα σύστημα ανάδειξης του βουλευτικού σώματος και επομένως της εκτελεστικής εξουσίας από το οποίο προκύπτουν αυτοδύναμες, μονοκομματικές κυβερνήσεις. Οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις αποτελούν τον στόχο των υποψηφίων κομμάτων για την διακυβέρνηση της χώρας, διότι έχουν την ευχέρεια να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους, υποκείμενα μόνο στον κοινοβουλευτικό ή δικαστικό έλεγχο, όπου αυτό επιτρέπει ο κοινός νομοθέτης. Ωστόσο, η απόλυτος πλειοψηφία κατά τις ψηφοφορίες, καθιστά, συνήθως, αναποτελεσματικό τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, ο δικαστικός δε έλεγχος, αφενός στρέφεται κατά των προσώπων, αφετέρου, στην Ελλάδα τουλάχιστον, αποτελεί μια επίπονη διαδικασία, η οποία είναι χρονοβόρα και, συνήθως, δεν ανακόπτει το κυβερνητικό πρόγραμμα, αλλά τα αποτελέσματα λειτουργούν κατασταλτικά.

Το Σύνταγμα, ακολουθώντας και το παράδειγμα ευρωπαϊκών χωρών, προβλέπει τη συγκρότηση και λειτουργία Ανεξάρτητων Αρχών, παρέχει δε το δικαίωμα στο κοινό νομοθέτη να ρυθμίσει τα ζητήματα λειτουργίας τους. Οι ανεξάρτητες Αρχές, με εγγύηση την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μελών της, κατά το νόμο, αποσκοπούν στη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων και υπηρεσιών των πολιτών, μεταξύ διοίκησης και πολίτη, εφόσον διαπιστωθεί κακοδιοίκηση ή επέμβαση στην ατομική ελευθερία ή δραστηριότητα.

Η επιτυχία των θεσμών που το κράτος προβλέπει είναι άρρηκτα συνδεδεμένη αφενός με τους κανόνες που η πολιτεία θεσπίζει για την εκπλήρωση του σκοπού τους, αφετέρου με τους υπηρετούντες τους θεσμούς και την προσήλωσή τους στους κανόνες, αλλά και στο ρόλο και τον χαρακτήρα του θεσμού στο διοικητικό σύστημα και στην οργάνωση του κράτους.

Ο σχεδιασμός και προγραμματισμός από το πολιτικό προσωπικό σε συνεργασία με το υπηρεσιακό προσωπικό, το οποίο, όπως έχει γίνει δεκτό, εξασφαλίζει τη συνέχεια κάθε δημόσιου οργανισμού, συντελεί στην ανταπόκριση του σκοπού κάθε διοικητικής μονάδας, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του επικεφαλής κάθε διοικητικής μονάδας. Ο προγραμματισμός της κάθε διοικητικής μονάδας, περαιτέρω, εξαρτάται από τις κυβερνητικές πολιτικές, κατά τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης από τις προγραμματικές δηλώσεις κατά την έναρξη της κυβερνητικής περιόδου.

Τα ανωτέρω ζητήματα αποτελούν αντικείμενο μελέτης στο βιβλίο του Απόστολου Παπατόλια, ο οποίος  καταλήγει σε κριτήρια, με επιστημονική τεκμηρίωση, για τη συγκρότηση και αποτελεσματικότητα των θεσμών, όπως ενδεικτικά, παρατίθενται στη συνέχεια.

Ο συντονισμός του κυβερνητικού έργου ανήκει, κατά το σύνταγμα, στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης. Κατά τον συγγραφέα «οι ανάγκες της σύγχρονης διακυβέρνησης καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο ο πρωθυπουργός ασκεί τον συντονιστικό-καθοδηγητικό ρόλο που του εμπιστεύεται ο συνταγματικός χάρτης για την λειτουργία του, εν γένει, πολιτικο-διοικητικού συστήματος».

«Η πρωθυπουργοκεντρική παρέκκλιση που παράγει εξ ορισμού αυταρχισμό και αδιαφάνεια, δεν αποτελεί πρωτογενές συνταγματικό φαινόμενο, αλλά συνδέεται με τον υπερσυγκεντρωτικό τρόπο διαχείρισης των εξουσιών του πρωθυπουργού μέσα από ανέλεγκτα κυκλώματα που αναφέρονται αποκλειστικά στον ίδιο». 

«Από τις δομικές παθογένειες του πολιτικο-διοικητικού μας συστήματος, πρώτη στη σχετική λίστα είναι η προσωποποιημένη άσκηση της πρωθυπουργικής εξουσίας, όταν ένα συγκεντρωτικό πλαίσιο λειτουργίας, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη οργανωτική ιδεολογία του Κέντρου Διακυβέρνησης, καθιστούν τον πρωθυπουργό ένα παντελώς ανεξέλεγκτο κέντρο εξουσίας, που εξοπλίζεται με ένα πανίσχυρο μεικτό(κομματικό και κυβερνητικό) μηχανισμό άσκησης επιρροής. Αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης μοιραία απολήγει σε μια επιζήμια αίσθηση παντοδυναμίας, απουσίας ορίων και άρνησης θεσμικής αυτοσυγκράτησης».

Στο νέο του βιβλίο «Τεχνοκρατία και Δημοκρατία στη σύγχρονη Διακυβέρνηση», εμβαθύνει στη μελέτη των θεσμών του κράτους, με παραπομπές σε επιστημονικές μελέτες για τη διακυβέρνηση στη σύγχρονη δημοκρατία.

Στο βιβλίο του ο Απόστολος Παπατόλιας παραθέτει βασικές θεωρίες για τις αξιακές βάσεις της δημόσιας διοίκησης και εστιάζει στην αξιοκρατία και αποπολιτικοποίηση ως θεμελιώδεις αρχές και την αναγκαιότητα να υποστηριχθούν στο δημόσιο βίο και τη σφαίρα της κοινωνικής συνεργασίας, προκειμένου να εφαρμοστούν δίκαιες δημόσιες πολιτικές για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.   Προς επίρρωση της θέσης του αυτής, ο συγγραφέας αναφέρεται στη δικαιοσύνη στις πολιτικές εκπαίδευσης και της ισότητας των ευκαιριών και της στελέχωσης των δημοσίων Υπηρεσιών για να καταλήξει στην «εκδοχή της «αξιοκρατίας» που έχει αποβάλει τον ηγεμονισμό της φιλελεύθερης αγοραίας προσέγγισης και μπορεί να γίνει ηθικοπολιτικά αποδεκτή από όλα τα μέλη μιας κοινωνίας , ώστε να εμπνέει, ως κανονιστικός ορίζοντας τις πρακτικές του νομοθέτη, της διοίκησης και των δικαστηρίων κάθε φορά που τίθεται ζήτημα δίκαιης επιλογής σχετικά με την κατανομή των δημόσιων πόρων ή των δημόσιων θέσεων σε μια εύτακτη κοινωνία».

«Το αίτημα της αποπολιτικοποίησης της δημόσιας διοίκησης εμφανίζεται ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ως πρωταρχικό ζητούμενο του διοικητικού εξορθολογισμού. Ως αποπολιτικοποίηση νοείται η αποτίναξη όλων εκείνων των δυσμενών πολιτικών επιρροών που επιβαρύνουν την ορθολογική λειτουργία της διοίκησης και παρεμποδίζουν την παραγωγή των αναμενόμενων κοινωνικών αποτελεσμάτων». « Η ανάγκη βελτίωσης της παραγωγικότητας της κρατικής μηχανής φέρνει στο προσκήνιο και τις Ανεξάρτητες Αρχές ως εναλλακτική λύση στη γραφειοκρατικοποιημένη διοίκηση»

«Η σχεδόν ομόφωνη αναγνώριση του ΑΣΕΠ ως φορέα αξιολόγησης και επιλογής των διευθυντικών στελεχων της διοίκησης δεν συνδυάζεται πάντοτε με την αποτελεσματική εκπλήρωση της διευρυμένης αποστολής». Σε έκθεση των στελεχών του ΑΣΕΠ που παραπέμπει ο συγγραφέας, μεταξύ των αδυναμιών της δυσλειτουργίας του θεσμού, καταγράφονται, «το θεσμικό πλαίσιο, η ανορθολογική οργάνωση της κεντρικής διοίκησης, ο αποσπασματικός τρόπος προκήρυξης των θέσεων, οι διαφορετικές ταχύτητες που ενισχύονται από την απουσία ουσιαστικής στοχοθεσίας και ο όγκος των διαδικασιών αξιολόγησης», οι οποίες «συντελούν(και) στην αδυναμία του ΑΣΕΠ να εκπληρώσει το ρόλο του».

 «Στην κρίσιμη αυτή ωστόσο φάση του θεσμικού μετασχηματισμού της Αρχής η στελέχωσή της από τα αρμόδια συνταγματικά όργανα δεν θα έπρεπε να απηχεί απλώς τη μηχανική εφαρμογή της κομματικής αριθμητικής, με βάση την κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων, αλλά να επιδιώκεται η συμμετοχή προσώπων που διαθέτουν αποδεδειγμένα και το γνωστικό υπόβαθρο και την προσωπικότητα για να εφαρμόσουν με συνέπεια το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της αξιοκρατικής αποπολιτικοποίησης της διοικητικής κορυφής».

Με αφετηρία τις συνεχείς κρίσεις των τελευταίων ετών στην Ελλάδα (οικονομική, υγειονομική, κλιματική), ο συγγραφέας διατυπώνει την άποψη ότι «ο πολλαπλασιασμός των ασύμμετρων απειλών ανανοηματοδοτεί τις έννοιες της δημόσιας ασφάλειας και της κρατικής παρέμβασης». « Η ουσιώδης αλλαγή», κατά τον συγγραφέα, είναι ότι «ο παραδοσιακός παρεμβατισμός στους τομείς της πρόνοιας και της αναδιανομής, σταδιακά μετατοπίζεται στις πολιτικές πρόληψης και διαχείρισης των νέων κινδύνων και των συνεχών κρίσεων». Ο ρόλος του κράτους κατά τη διάρκεια των κρίσεων, λαμβανομένης υπόψη και της παρέμβασης σε διοικητικό και οικονομικό επίπεδο, των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνετέλεσε στο φαινόμενο να εμφανίζεται η διοίκηση «ως ένας μηχανισμός απολύτως υποταγμένος στην πολιτική εξουσία, η οποία σε συνθήκες απόλυτης αυτονομίας αποφασίζει για τις δημόσιες πολιτικές, ενώ αναθέτει στη συνέχεια την εκτέλεσή τους στα διαφορετικά διοικητικά όργανα». Οι νέες συνθήκες και ο νέος ρόλος του κράτους καθιστά αναγκαία τη «νέα οργανωτική ταυτότητα του ύστερου επιτελικού κράτους» και «εκδηλώνεται στη διαρκή μέριμνα να διαχωριστούν και να διαφοροποιηθούν οι στρατηγικές(ή επιτελικές) λειτουργίες του σχεδιασμού, της καθοδήγησης, του ελέγχου και της αξιολόγησης των δημόσιων πολιτικών από τις αμιγώς διοικητικές λειτουργίες της υλοποίησης και της απλής εκτέλεσης ή τεχνικής εφαρμογής των δημόσιων πολιτικών». Διατυπώνεται, με την παραδοχή αυτή, η έννοια της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, που αποτελεί την διάρθρωση της διακυβέρνησης σε κλιμακωτά επίπεδα, που εκκινούν από το υπερεθνικό και το εθνικό, διέρχονται από το περιφερειακό(Ευρωπαϊκή Ένωση) και το επίπεδο των διεθνών ρυθμιστικών οργανισμών(Π.Ο.Ε. , Δ.Ν.Τ.) για να καταλήξουν στο επίπεδο της διηπειρωτικής συνεργασίας Ευρώπης-Αμερικής-Ασίας…..).

Κατά τον συγγραφέα η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης με την ψήφιση του νόμου για την «πολυεπίπεδη διακυβέρνηση», μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα «ελλειμματικό νομοθέτημα», με αδυναμίες οι οποίες μπορεί να κατηγοριοποιηθούν «πρώτον, στην ατελή μεθοδολογία κατανομής των αρμοδιοτήτων(α), δεύτερον στη σύγχυση ηγετικών ρόλων που ενθαρρύνεται κατά την κατανομή αυτή(β),  και τρίτον στην επιλογή ενός συγκεντρωτικού προτύπου κατανομής(γ).

Περαιτέρω, ο συγγραφέας υιοθετεί την απόφαση του συλλογικού οργάνου των δήμων της χώρας (ΚΕΔΕ), στην οποία διατυπώνεται η άποψη ότι, η αναβάθμιση του ρόλου και των σχέσεων των δήμων και των περιφερειών στο διοικητικό σύστημα θα επιτευχθεί, εφόσον εισαχθεί στον προβληματισμό για την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των επιπέδων διοίκησης, η έννοια των δημόσιων πολιτικών σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

Ο Απόστολος Παπατόλιας κλείνει την εργασία του με ένα κεφάλαιο για τη σύγχρονη διακυβέρνηση και τις θέσεις για την έννοια αυτή μεταξύ της ιδεολογίας και της επιστήμης.

Ο συγγραφέας μελετά την έννοια της προοδευτικής διακυβέρνησης που «παραπέμπει σε μια συγκεκριμένη πολιτική παράδοση (της ευρύτερης πολιτικής οικογένειας της «Αριστεράς»), που σχετίζεται στενά με τις θεωρητικές βάσεις και τις πρακτικές εφαρμογές του «Επιτελικού Κράτους»». Επιχειρώντας μια ιστορική αναδρομή για τη θεμελίωση του όρου της προοδευτικής διακυβέρνησης, ο Απόστολος Παπατόλιας αναφέρεται στη «σχέση Αριστεράς – επιτελικής διακυβέρνησης» που «θεμελιώνεται κατά την πρώτη φάση της Σοσιαλδημοκρατίας στις ιδεολογικές αντιλήψεις του προοδευτικού μεταρρυθμισμού για τον ρόλο του «Κράτους-Στρατηγείου»». Η αντίληψη αυτή  «αναδιατάσσεται κατά την φάση της παγκοσμιοποίησης και της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, με τις εναλλακτικές ερμηνείες περί «επιτελικής λειτουργίας» του Κράτους και «συμμετοχικής διοίκησης». Τέλος, εξετάζει την τελική της μορφή «στην «εποχή της διακινδύνευσης», σε μια νέα σύνθεση που συνδυάζει την «τεκμηριωμένη» και «επιτελική» διάσταση της διακυβέρνησης με τις αξιακές και ιδεολογικές προτεραιότητες της «Κοινωνικής Δημοκρατίας»». Κατά τον συγγραφέα «η ιδέα της επιστροφής του κρατικού παρεμβατισμού απέκτησε μεγάλη δημοφιλία στο περιβάλλον της πανδημίας, γεγονός που έγινε ευρέως αντιληπτό ως στροφή στην κεϋνσιανή αντίληψη για τον ενεργό ρόλο του εθνικού κράτους ως εργαλείου τόσο απόκρουσης των κινδύνων, όσο και καθοδήγησης των δράσεων ανάκαμψης».

Κατά τον συγγραφέα, η προοδευτική διακυβέρνηση, λαμβάνοντας υπόψη τις θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για το επιτελικό κράτος, είναι  η διακυβέρνηση εκείνη που μπορεί να συνδέσει την επιτελική δραστηριότητα του κράτους με την οργάνωση, σε μακροπρόθεσμη βάση, μιας εταιρικής σχέσης μεταξύ των επιπέδων διοίκησης και συγκεκριμένα μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης, των αποκεντρωμένων φορέων και της κοινωνίας. Η εφαρμογή καινοτόμων θεσμικών και λειτουργικών διευθετήσεων μηχανισμών διαμόρφωσης και λήψης συλλογικών αποφάσεων, συγκροτεί, κατά τον Απόστολο Παπατόλια ένα συνολικό εναλλακτικό υπόδειγμα διακυβέρνησης

 Ως συμπέρασμα

Από τα συμπεράσματα του βιβλίου του Απόστολου Παπατόλια είναι σημαντικό να εστιαστούμε στην παρατήρησή του ότι: «Οι «κανονιστικές» ή «ιδεοτυπικές» προδιαγραφές της σύγχρονης διακυβέρνησης προβάλλουν κατά προτεραιότητα ένα ορθολογικό μοντέλο λήψης των αποφάσεων, στο οποίο οι δημόσιες πολιτικές διαθέτουν συγκεκριμένο αξιακό προσανατολισμό, καθορισμένη στρατηγική και προγραμματική θεμελίωση, σαφή στοχοθεσία, επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση, καθώς και ένα οργανωτικό και διαδικαστικό πλαίσιο που διασφαλίζει τον συντονισμό και την ανατροφοδότησή τους ως καταστατικής προϋπόθεσης για την αποτελεσματική εφαρμογή τους. Στο μοντέλο αυτό, ωστόσο, παραμένει σε διαρκή εκκρεμότητα και συνεχή αναδιαπραγμάτευση ο τρόπος με τον οποίο η «δημοκρατική» και «συμμετοχική» διάσταση της διακυβέρνησης συναρθρώνεται με την «αριστοκρατική» και «τεχνοκρατική» ροπή της».

Το βιβλίο του Απόστολου Παπατόλια είναι πολύτιμο όχι μόνο για όσους μελετούν την διοικητική επιστήμη και τους κρατικούς θεσμούς αλλά και για εκείνους που ασκούν δημόσιες πολιτικές σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο. Η εμβριθής και πολυδιάστατη μελέτη των κυβερνητικών και αποκεντρωμένων θεσμών, τόσο από θεωρητική άποψη όσο και από τη σκοπιά της εφαρμογής τους, καθιστούν το βιβλίο του Απόστολου Παπατόλια ένα εξαιρετικά χρήσιμο σύγγραμμα και για τον κάθε ενεργό πολίτη, καθώς τον εξοπλίζει με τα απαραίτητα εργαλεία, προκειμένου να διαμορφώνει άποψη για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας αλλά και για τις ίδιες τις ασκούμενες πολιτικές. Και αυτό είναι ένα ανεκτίμητο γνωστικό και πρακτικό εφόδιο.

                                                                                                                     

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2023

ΟΙ ΜΕΤΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΈΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ Θ.Ν.Τσέκος*

 

Η «ΑΠΡΌΣΜΕΝΗ» ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΜΕΓΑΛΟ ΑΦΗΓΗΜΑ»

Η Νέα Δημοκρατία παρά τις διαχειριστικές και πολιτικές αδυναμίες της πρώτης τετραετίας, που θα ήταν αναμενόμενο να στοιχίσουν εκλογικά σε οποιοδήποτε κυβερνητικό κόμμα (ποσοστό θανάτων από την πανδημία και γενικότερα προβλήματα στο σύστημα υγείας, διαχείριση πυρκαγιών στην Εύβοια και την Αττική, τραγωδία Τεμπών, πληθωρισμός τροφίμων που πλήττει τα λαϊκά στρώματα, κρίση στέγης,  επιδείνωση ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αύξηση δημοσίου χρέους -υπερέβη τα 400 δις παρά την πρόσφατη ποσοστιαία πτωτική τάση του λόγω κυρίως του πληθωρισμού- σκάνδαλο παρακολουθήσεων, πελατειακά φαινόμενα, χαριστικές απευθείας αναθέσεις και επιδοτήσεις, αποτυχίες των πολιτικών για τα ΑΕΙ κλπ ) , κέρδισε άνετα τις εκλογές χάρη στο συνολικό αφήγημα που διαμόρφωσε: αυτό της κανονικότητας, της ομαλοποίησης και της αισιοδοξίας. Η προοπτική και το αισιόδοξο αφήγημα μέτρησαν πολύ περισσότερο ακόμη και από προφανείς κυβερνητικές αδυναμίες και  αστοχίες.

Σε ένα κοινό κουρασμένο από δεκαπέντε χρόνια οικονομικής και υγειονομικής κρίσης το καθησυχαστικό μήνυμα της ΝΔ και η προοπτική που έδινε ήταν πολύ πιο ελκυστικά από την καταστροφολογία και το διαρκές κάλεσμα σε "αγώνες" και ‘’ανατροπές’’  του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα 14% των ψηφοφόρων του τελευταίου το 2019 μετακινήθηκε το 2023 στην ΝΔ και είναι ακριβώς αυτό το κοινό που βρίσκεται σε αναζήτηση κανονικότητας και αισιοδοξίας.

Αντίστροφα όμως, άλλες κατηγορίες πολιτών που δεν πείθονται από το μήνυμα της "ομαλότητας" της ΝΔ - είτε ανήκοντας στους μη ευνοημένους (όπως το πρεκαριάτο των επισφαλώς εργαζομένων) είτε με ιδεολογικά κίνητρα (τοποθέτηση στην ριζοσπαστική αριστερά)- εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ προς τα αριστερά του (ΚΚΕ, Πλεύση Ελευθερίας) αλλά και προς την αποχή θεωρώντας την -άτολμη και για αυτό αποτυχημένη- απόπειρα του Αλέξη Τσίπρα για μια στροφή προς την Σοσιαλδημοκρατία ως ασυνέπεια και εξαπάτηση. Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας άλλωστε απορροφάται πλέον και από τα κόμματα της ριζοσπαστικής δεξιάς. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ χάνοντας ψηφοφόρους και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά του βρέθηκε με ποσοστά που δεν αντιστοιχούν πλέον σε κόμμα εξουσίας.

Η εκλογική επιτυχία της ΝΔ μας διδάσκει ότι η γενικότερη στρατηγική πολιτικής επικοινωνίας ενός κόμματος εξουσίας χρειάζεται ένα συνολικά ελκυστικό «μεγάλο αφήγημα» (π.χ. η κανονικότητα στην περίπτωση της ΝΔ ) που να στηρίζεται από εμβληματικές τομεακές παρεμβάσεις (π.χ. επιστρεπτέα προκαταβολή, διάφορα pass και επιδοτήσεις, ψηφιακό κράτος, στην περίπτωση της ΝΔ) και όχι απλώς έναν κατάλογο μέτρων. Ας μην ξεχνάμε πως το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου κυριάρχησε με βάση το μεγάλο αφήγημα της Αλλαγής και του Κώστα Σημίτη με εκείνο του Εκσυγχρονισμού, και όχι με βάση "μέτρα".

 


 Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ  ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΗΣ ΝΔ

Η συνολική πτώση του Σύριζα (-15% ) δεν ενίσχυσε ανάλογα το ΠΑΣΟΚ (+4%). Ο Σύριζα με περίπου 930 χιλιάδες ψήφους διατηρεί την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης ενώ το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με περίπου 620 χιλιάδες ψήφους , δηλαδή 30% χαμηλότερα , παρέμεινε ως ήσσων αντιπολίτευση. Και εδώ ελλοχεύει ένας σημαντικός κίνδυνος για την ευρύτερη κεντροαριστερά : η λογική του  "ξηλώματος του πουλόβερ" που κινδυνεύει να κυριαρχήσει με ένα αφήγημα που εστιάζει όχι στην συνολική ισχυροποίηση της κεντροαριστεράς αλλά στην διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας εντός αυτής.  Σύμφωνα με το αφήγημα αυτό η πλήρης εξουδετέρωση του ΣΥΡΙΖΑ ναι μεν δεν επιτεύχθηκε τώρα,  αλλά θα επιτευχθεί την επόμενη και αν όχι, τότε την μεθεπόμενη φορά.  Αν μια τέτοια  λογική κυριαρχήσει θα θέτει μονίμως στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης ως κύριο αντίπαλο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ  όχι την κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία αλλά τον (αποδυναμωμένο) ΣΥΡΙΖΑ  τροφοδοτώντας έναν εμφύλιο διαρκείας στο προοδευτικό χώρο που θα ενισχύσει την παντοδυναμία της κυβέρνησης οδηγώντας αντί του δικομματισμού στο λεγόμενο πολιτικό σύστημα του  "ενάμισι κόμματος".

Υπάρχει ιστορικά αρνητικό ανάλογο μεταξύ 1952 και 1963 όταν η πολυδιάσπαση του προοδευτικού χώρου και οι κομματικοί και προσωπικοί ανταγωνισμοί (Σοφοκλής Βενιζέλος, Νικόλαος Πλαστήρας,  Γεώργιος Παπανδρέου, Αλέξανδρος Μπαλτατζής, Αλέξανδρος Σβώλος και Ηλίας Τσιριμώκος, Γεώργιος Καρτάλης, Νεόκοσμος Γρηγοριάδης και Αριστεροί Φιλελεύθεροι κλπ κλπ αλλά και , αριστερότερα, η ΕΔΑ) επέτρεψε την απόλυτη κυριαρχία της τότε μετεμφυλιακής δεξιάς (Συναγερμός,  ΕΡΕ) -βοηθούντος το 1956 και του ληστρικού «τριφασικού» εκλογικού συστήματος - μέχρι την συγκρότηση της ενιαίας Ένωσης Κέντρου.

 

ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ …

Ένα επιπρόσθετο σφάλμα, στο πλαίσιο της παραπάνω στρατηγικής ,  αποτελεί η πρόσληψη και αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ ως ενιαίου μπλοκ, αντίληψη που δεν επιτρέπει την αξιοποίηση των εσωτερικών του αντιθέσεων για συγκρότηση ενός διευρυμένου μπλοκ της σύγχρονης κέντρο-αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ ενσωματώνει τις αντιφάσεις της "όλης αριστεράς" η οποία συγκροτείται ιστορικά από δύο τάσεις: μιά ριζοσπαστική και επαναστατική που ευαγγελίζεται την ανατροπή του καπιταλισμού και μία σοσιαλδημοκρατική που προκρίνει τις μεταρρυθμίσεις ως μέσο οικοδόμησης μιας βιώσιμης συμπεριληπτικής οικονομίας και μιας δίκαιης κοινωνίας.

Τα δύο αυτά προγράμματα δεν είναι συμβατά. Το πρώτο, όταν δεν συντάσσεται με την όξυνση των αντιφάσεων του καπιταλισμού προκειμένου να δημιουργηθούν επαναστατικές συνθήκες, αντιστρατευόμενο εμπράκτως κάθε βελτίωση, προτάσσει ένα αφήγημα μιάς κοινωνίας σχεδόν δυστοπικής η οποία δεν βελτιώνεται αλλά ανατρέπεται . Το δεύτερο τάσσεται υπέρ των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ισόρροπη ανάπτυξη συνδυασμένη με την κοινωνική δικαιοσύνη και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Η συνύπαρξη των δύο αυτών τάσεων στο πλαίσιο ενός πολιτικού οργανισμού δεν είναι μακροπρόθεσμα πολιτικά αποτελεσματική και βιώσιμη. Μπορεί συγκυριακά σε περιόδους εκλογικής ανόδου και γενικευμένου ενθουσιασμού να αυξάνει τις συσπειρώσεις και τα ποσοστά, δεν οικοδομεί ωστόσο ένα συνεκτικό αφήγημα διακυβέρνησης και δεν μπορεί να παράξει αποτελεσματική εφαρμοσμένη πολιτική.  Παράλληλα, δεδομένου ότι οι δύο αυτές τάσεις της ευρύτερης αριστεράς είναι σε τελική ανάλυση ιδεολογικά ασύμβατες και πολιτικά ανταγωνιστικές, η συνύπαρξή τους σε έναν ενιαίο πολιτικό οργανισμό  παράγει πολιτική εσωστρέφεια και ενδο-κομματικές εντάσεις που κάθε άλλο παρά ενισχυτικές της κυβερνητικής ικανότητας και των προοπτικών διακυβέρνησης είναι .

Αυτές τις εσωτερικές αντιφάσεις βίωσε ο ΣΥΡΙΖΑ στην μέχρι τώρα πορεία του. Συγκροτημένος από ένα ετερόκλητο σύνολο πολιτικών συσσωματώσεων , ξεκινώντας από την ανανεωτική αριστερά, την σοσιαλδημοκρατία και την πολιτική οικολογία στο ένα άκρο και φθάνοντας μέχρι τα ταυτοτικά κινήματα και τους ελευθεριακούς κομμουνιστές στο άλλο.  Ενισχυόμενος δε από ένα εξίσου ετερόκλητο εκλογικό κοινό της κρίσης και των μνημονίων προερχόμενο κατά μεγάλο ποσοστό από το ΠΑΣΟΚ , που προσλάμβανε τον ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το 2015, όπως έδειχναν μετρήσεις της περιόδου εκείνης, ως ένα κόμμα της κεντροαριστεράς, αλλά και από ψηφοφόρους ενός ευρύτερου φάσματος που τους προσείλκυε η επαγγελία της αποκατάστασης «με ένα νόμο και ένα άρθρο» της εθνικής υπερηφάνειας και της (πελατειακής; ) κανονικότητας. Απετέλεσε έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ την επιτομή της έλλειψης πολιτικής συνοχής και από ότι φαίνεται θα εξακολουθήσει να την αποτελεί αν οι όποιες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις μετείχαν στο κόμμα, επιμείνουν να παραμένουν εγκλωβισμένες σε αυτό το πλαίσιο της πλασματικής ενότητας. 

 

… ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΥΓΚΡΌΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΎ ΠΟΛΟΥ

 Ανάλογο σφάλμα με την en bloc αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελούσε και η αγνόηση  των προκλήσεων επανασυγκρότησης του κύριου φορέα της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής,  όπως το έλλειμμα συμμετοχικών διαδικασιών , η περιορισμένη έμφαση στις προγραμματικές λειτουργίες αλλά και η, αριθμητικά, περιορισμένη παρουσία   επαρκών κεντρικών αλλά και περιφερειακών στελεχών αναγκαίων για την παραγωγή ουσιαστικής προοδευτικής πολιτικής.

Για  να υπάρξει μια τέτοια πολιτική και να αποτυπωθεί σε ένα καινοτόμο και ελκυστικό πρόγραμμα απαιτείται προηγουμένως η  αποσαφήνιση του πολιτικού στίγματος της σοσιαλδημοκρατίας, που σήμερα σε πολλούς κύκλους με  αναφορά στην κέντρο-αριστερά, συγχέεται με τον κεντροδεξιό ορντολιμπεραλισμό και την κοινωνική οικονομία της αγοράς.  Αυτά όμως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ισχυρή αγορά διανθισμένη με κάποια ψήγματα κοινωνικής πολιτικής. Η σοσιαλδημοκρατία είναι κάτι ριζικά διαφορετικό.

Η σοσιαλδημοκρατία είναι ασφαλώς υπέρ της αγοράς και της ανάπτυξης αλλά όχι υπερ της παντοδύναμης και ανεξέλεγκτης αγοράς  και της μονοδιάστατης οικονομικής μεγέθυνσης που προτείνουν  οι οικονομικά συντηρητικές δυνάμεις.  Η σοσιαλδημοκρατία καλείται λοιπόν να επεξεργαστεί ένα εναλλακτικό σχέδιο συμμετοχικής, περιεκτικής,  ισόρροπης και  βιώσιμης ανάπτυξης. Σε αυτό το σχέδιο η μεγέθυνση της πίτας δεν είναι ανεξάρτητη από - ούτε προηγείται της διανομής της. Η δίκαιη διανομή και η συμμετοχή στα οφέλη της ανάπτυξης είναι μέρος και της διαδικασίας οικονομικής μεγέθυνσης και κυρίως της κοινωνικά περιεκτικής και βιώσιμης ανάπτυξης.

Για να επιτευχθεί η εναλλακτική αυτή ανάπτυξη χρειάζεται μια ισχυρή κοινωνική συμμαχία και για να συγκροτηθεί η συμμαχία αυτή είναι απαραίτητη η σύγκλιση των δυνάμεων του ευρύτερου προοδευτικού χώρου που θα παράξουν ιδεολογικά και προγραμματικά ένα εναλλακτικό αφήγημα διακυβέρνησης και τις αναγκαίες για αυτό δημόσιες πολιτικές.

Σε τελική ανάλυση η κοινωνία λίγο ενδιαφέρεται για το αν ο χάρτης θα βαφτεί πράσινος ή ροζ.  Αυτό που χρειάζεται είναι η μέγιστη δυνατή συσπείρωση γύρω από ένα καινοτόμο δημοκρατικό και κοινωνικό πολιτικό πρόγραμμα, γύρω από μεταρρυθμίσεις με προοδευτικό πρόσημο.

 * Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. 

Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε αρχικά στο socialdemo.gr

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΗΜΑΣΙΑ -ΚΑΙ ΤΗΝ (ΥΠΟ) ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ- ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ. Συμπεράσματα δημόσιας πολιτικής από μια τετράχρονη εμπειρία. Θεόδωρος Ν. Τσέκος

Αφορμή για το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ο αναστοχασμός της τετραετούς  θητείας μου ως Διευθυντή του Ινστιτούτου Πολιτικών Ερευνών και ω...