Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

Περί κεφαλαίου και εργασίας τον 21ο αιώνα - Με αφορμή ένα κείμενο του Μπράνκο Μιλάνοβιτς. Θ.Ν. Τσέκος

Διάβασα ένα ενδιαφέρον κείμενο του Μπράνκο Μιλάνοβιτς (εδώ)  που θέτει το ακόλουθο κεντρικό ερώτημα: αν στην εποχή του Σμίθ, του Ρικάρντο και του Μαρξ, την εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού, το ποιος είναι εργαζόμενος και ποιος κεφαλαιοκράτης ήταν ξεκάθαρο , σήμερα, την εποχή του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, πώς μπορούν να διακριθούν αυτοί οι ρόλοι; Ο Μιλάνοβιτς εισηγείται ένα κριτήριο: εργαζόμενος είναι εκείνος του οποίου η απουσία φυσικής δραστηριότητας  - ακόμη και ως trader μπροστά σε έναν υπολογιστή-  οδηγεί σε μηδενικό εισόδημα. Αντίθετα, όποιος ακόμη και ως φυσικά αδρανής αποκτά εισόδημα - πχ έχοντας δώσει ένα χρηματικό ποσό ιδιοκτησίας του σε μια χρηματιστική εταιρεία προς επένδυση - είναι κεφαλαιοκράτης.

Τονίζεται δε ότι η ιδιότητα του εργαζόμενου δεν σχετίζεται ούτε με την πηγή ούτε με το ύψος του εισοδήματος. Ένα στέλεχος χρηματιστηριακής εταιρείας με μισθό ένα εκατομμύριο τον χρόνο και μπόνους άλλα δύο εκατομμύρια παραμένει εργαζόμενος στο μέτρο που αν απολυθεί θα στερηθεί αυτό το εισόδημά του. Όπως ακριβώς, λέει ο Μιλάνοβιτς, θα συμβεί και με έναν εργάτη αποθήκης της Amazon. Δεν κερδίζει ασφαλώς εκατομμύρια από την δουλειά του, αν την χάσει όμως το εισόδημά του από αυτήν μηδενίζεται.
 

 Σοφόν το σαφές. Ωστόσο γεννώνται ερωτήματα.
 

Πρώτον. Μιά τέτοια ταξινομική διάκριση έχει λογική για έναν οικονομολόγο, όχι απαραίτητα όμως για έναν κοινωνικό ή πολιτικό επιστήμονα. Διότι οδηγεί σε μιά συγκεκριμένη θεώρηση της ανισοκατανομής του εισοδήματος: αν δεχθούμε ότι τόσο οι  traders των τριών εκατομμυρίων ετησίως όσο και οι αποθηκάριοι των δέκα, δεκαπέντε ή είκοσι χιλιάδων ανήκουν στην ίδια κοινωνική κατηγορία και αθροίσουμε τις αποδοχές  τους  σχηματίζεται μια τελείως διαφορετική εικόνα της κοινωνικής κατανομής εισοδήματος που ασφαλώς δεν αποτυπώνει τις πραγματικές κοινωνικές ανισότητες.
 

Δεύτερον. Μιά τέτοια ταξινόμηση δεν αποτυπώνει ούτε την κοινωνική χρησιμότητα του παραγόμενου προϊόντος, άρα αγνοεί την κοινωνικά αναγκαία προστιθέμενη αξία που παράγεται από κάθε τύπο "εργασίας". Ακόμη και σε επίπεδο "λευκών κολάρων" αν το περιορίσουμε είναι το ίδιο η εργασία ενός μηχανολόγου στο σχεδιαστήριο  ή ενός ειδικού στην διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού μιας μεγάλης αυτοκινητοβιομηχανίας με την εργασία ενός trader μιας χρηματιστηριακής εταιρείας; 

Στην μία περίπτωση η προστιθέμενη αξία ενσωματώνεται στην καινοτομία και την αξία χρήσης που θα διαθέτουν τα εκατομμύρια νέα οχήματα (ή υπολογιστές, ή κινητά, ή τηλεοράσεις κλπ κλπ) που θα βγουν στην αγορά και στην διάθεση εκατομμυρίων αγοραστών βελτιώνοντας την καθημερινότητά τους. Στην δεύτερη περίπτωση η προστιθέμενη αξία αφορά την αύξηση του πλούτου του ιδιοκτήτη ενός αριθμού μετοχών ή άλλων επενδυτικών προϊόντων, δηλαδή τελικά ένα περιορισμένο αριθμό επενδυτών τα χαρτοφυλάκια των οποίων χειρίζεται ο συγκεκριμένος trader. 

Η κοινωνική χρησιμότητα της εργασίας του αφορά μόνο το μέρος εκείνο του επενδυόμενου κεφαλαίου που καταλήγει τελικά στην παραγωγή, μέρος που σε κάθε περίπτωση και δύσκολο είναι να εκτιμηθεί και αμφίβολο αν υπάρχει, ειδικά στο μέτρo που η αύξηση της αξίας του χαρτοφυλακίου προκύπτει από βραχυπρόθεσμες κινήσεις, αξιοποιώντας συγκυριακές εξελίξεις, πολιτική σπέκουλα και λοιπά συναφή στοιχεία.

Συνοψίζοντας θα κρατήσουμε το ότι η εννοιολογική και ταξινομική αυστηρότητα έχει το νόημά της σε επίπεδο οικονομικής ανάλυσης όχι όμως σε μιά κοινωνική ή πολιτική προοπτική. 

Κατ' αναλογία ο Thomas Piketty  έχει δεχθεί κριτική -και από δεξιά και από αριστερά- για το ότι ορίζει το κεφάλαιο  πολύ ευρέως ταυτίζοντάς το με τον πλούτο ως το σύνολο των μη ανθρώπινων παραγωγικών στοιχείων που μπορούν να κατέχονται και να ανταλλάσσονται στην αγορά γεννώντας εισόδημα. Περιλαμβάνει όλες τις μορφές ακίνητης περιουσίας των οικιών συμπεριλαμβανομένων, το χρηματοοικονομικό και τεχνικό κεφάλαιο όπως υποδομές, μηχανήματα αλλά και διπλώματα ευρεσιτεχνίας  που παρέχονται προς χρήση από εταιρείες και κρατικούς φορείς . Περιλαμβάνει λοιπόν όλες τις μορφές πλούτου που μπορούν να κατέχουν άτομα ή ομάδες ατόμων και που μπορούν να να διακινηθούν μέσω της αγοράς σε μόνιμη βάση. 

Από πολιτική οπτική το ζήτημα δεν είναι αν η συγκεκριμένη ταξινόμηση είναι συνεπής αλλά το αν εξηγεί την οικοδόμηση κοινωνικών συμφερόντων που οδηγούν σε πολιτικές συσσωματώσεις και πολιτικές συμπεριφορές.

Αντίστοιχα, στην ανάλυση και ταξινόμηση του Μιλάνοβιτς αυτό που έχει πολιτική σημασία δεν είναι ο οικονομικός -και ακόμη περισσότερο ο νομικός- χαρακτήρας της απασχόλησης ως πηγής εισοδήματος αλλά το ύψος του εισοδήματος που αυτή παράγει και το τμήμα του συνολικού πλούτου το οποίο κατανέμει σε κάθε ομάδα "εργαζομένων": στους traders, στα στελέχη ή στους αποθηκάριους.