Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

Παναγιώτης Μαΐστρος Μια Αναθεωρητική Πρόταση για την Ελληνική Δημόσια Διοίκηση του 2020




Οι πρόσφατες έρευνες της κοινής γνώμης, αλλά και η εμπειρία μας από τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται να αλλάξουμε γραμμή πλεύσης στην οργάνωση του κράτους και ειδικότερα της δημόσιας διοίκησης και να αναθεωρήσουμε την αντίληψή μας για τις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.
Η δημόσια πολιτική διοικητικών μεταρρυθμίσεων και βελτίωσης της δημόσιας διοίκησης στη χώρα μας έχει τέσσερα προβληματικά χαρακτηριστικά.
Πρώτον την θεωρούμε τομεακή ενώ είναι οριζόντια δημόσια πολιτική, που πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων των τομεακών δημόσιων πολιτικών. Άμεση συνέπεια αυτής της αντίληψης είναι ότι δεν προωθεί εξωστρεφείς αλλαγές, αλλά εξαντλείται σε “αυτιστικές” εσωτερικές αλλαγές της δομής, των αρμοδιοτήτων, των λειτουργιών, της τεχνολογικής υποδομής και των πολιτικών προσωπικού.
Δεύτερον, δηλώνει αυτάρεσκα πως έχει ολιστικό χαρακτήρα διότι ρυθμίζει μεσο-πρόθεσμα όλα τα συστατικά στοιχεία της, ενώ η εμπειρία μας δείχνει ότι στη χώρα μας η έλλειψη κουλτούρας μεσοχρόνιου προγραμματισμού και η απουσία συνέχειας στη Διοίκηση δεν ευνοούν τη γραμμική και “εν σειρά” εφαρμογή μεταρρυθμιστικών μέτρων.
Τρίτον, οι δράσεις διοικητικής μεταρρύθμισης νομοθετούνται, χωρίς να συνοδεύονται από Πρόγραμμα Υποστήριξης της Εφαρμογής των νομοθετικών ρυθμίσεων.
Τέταρτον, πολλές δράσεις διοικητικής μεταρρύθμισης και ηλεκτρονικής διακυβέρνησης δεν συνδέονται μεταξύ τους, ενώ θα έπρεπε να διασφαλίζεται η συνέργεια, η συμπληρωματικότητα και ο χρονισμός τους.
Αυτά τα προβληματικά χαρακτηριστικά όχι μόνο δεν τα ανέτρεψαν, αλλά τα ενέτειναν οι δεσμεύσεις που επέβαλαν στη δημόσια διοίκηση τα Μνημόνια.
Οι εκτιμήσεις των θεσμών ενδεχομένως να βασίζονται στην εμπειρία δημοσίων διοικήσεων άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, αλλά στην Ελλάδα οι ρυθμίσεις αυτές, αντιγραφόμενες στον μεταρρυθμιστικό κώδικα του πολιτικού και διοικητικού σύστηματός μας, στην καλύτερη περίπτωση αποκτούν χαρακτηριστικά «διοικητικής απομίμησης» και στη χειρότερη σταθεροποιούν τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης, μετονομάζοντας απλώς τις διαδικασίες αναπαραγωγής της σύμφωνα με τη σύγχρονη μεταρρυθμιστική ορολογία.
Γι’ αυτό και η «Εθνική Στρατηγική για τη διοικητική μεταρρύθμιση 2017–2018» που εκπονήθηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 4336/2015  (3ο Μνημόνιο) επιδιώκει να έχει ολιστικό χαρακτήρα και έχει εσωστρεφείς διοικητικές αλλαγές.
Η απουσία της εξωστρεφούς προσέγγισης αποτυπώνεται και στο νομοθετικό πλαίσιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο νόμος 4369/2016 που περιλαμβάνει τα ακόλουθα : Εθνικό Μητρώο Επιτελικών Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης, Σύστημα Αξιολόγησης, Βαθμολογική Διάρθρωση Θέσεων, Σύστημα Επιλογής Προϊσταμένων.
Από τις σημαντικότερες μελέτες για τις μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης, οι περισσότερες (Έκθεση του ΟΟΣΑ, «Λευκή Βίβλος για τη Διακυβέρνηση» και τρεις μελέτες της διαΝΕΟσις), παρότι περιέχουν εξαιρετικά εύστοχες μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, προτείνουν τη συνολική μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης κυρίως με εσωστρεφείς αλλαγές.
Σε διαφορετική κατεύθυνση κινούνται οι ακόλουθες μελέτες :
 η Μελέτη της διαΝΕΟσις «Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση στην Ελλάδα» (2018) προτείνει ως όραμα την «άριστη εξυπηρέτηση πολιτών, επισκεπτών, καθώς και ελληνικών και διεθνών επιχειρήσεων μέσω του ψηφιακού μετασχηματισμού της Δημόσιας Διοίκησης», συνδέει τις δράσεις ηλεκτρονικής διακυβέρνησης με δράσεις διοικητικής μεταρρύθμισης και από τις 14 ενδεικτικά προτεινόμενες δράσεις, οι 11 έχουν εξωστρεφή χαρακτήρα.
  Η Μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ «Μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση στη διάρκεια της κρίσης. Επισκόπηση / Περιγραφή / Αποτίμηση» (2018), περιγράφει και αποτιμά τις μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης στη διάρκεια της κρίσης, διαπιστώνοντας ότι οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις που ολοκληρώθηκαν στην περίοδο της κρίσης είναι όσες επιβλήθηκαν από τα Μνημόνια και είχαν κυρίως δημοσιονομικό χαρακτήρα και ότι οι υπόλοιπες, που αφορούν τις δομές, την περιγραφή των θέσεων εργασίας, την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, το σύστημα σταδιοδρομίας και την αποπολιτικοποίηση των επιτελικών θέσεων (και έχουν κατεξοχήν εσωστρεφή χαρακτήρα), κινούνται σε θετική κατεύθυνση, αλλά παρουσιάζουν αδυναμίες και κινδυνεύουν από παλινόρθωση σε παλαιού τύπου πρακτικές όταν δεν θα παρακολουθείται από τους θεσμούς η εφαρμογή τους.
  Η Μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Η Ποιότητα της Δημόσιας Διοίκησης–Μια εργαλειοθήκη για τους Επαγγελματίες της Δημόσιας Διοίκησης» (2017) θεωρεί ότι οι αποτελεσματικές δημόσιες διοικήσεις όχι μόνο συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών, αλλά και στην επίτευξη των στόχων της Ευρώπης 2020. Προτείνει τη βελτίωση παροχής των υπηρεσιών τους με τη συμμετοχή των χρηστών και με στόχο την ικανοποίηση των προσδοκιών τους αξιοποιώντας και τα σύγχρονα εργαλεία ΤΠΕ.
Εκτιμώ ότι οι γενεσιουργές συνθήκες αλλά και οι πολιτικές επιλογές που οδήγησαν στις επιτυχημένες (έστω και αποσπασματικές) διοικητικές μεταρρυθμίσεις της Μεταπολίτευσης (1975–2010) είναι κυρίως το ότι πήραν τη σχετική πρωτοβουλία επώνυμοι πολιτικοί παράγοντες και μαζί με τις αρμόδιες υπηρεσίες, εκμεταλλεύτηκαν ένα «παράθυρο ευκαιρίας, διασφάλισαν τον εξωστρεφή προσανατολισμό της μεταρρύθμισης, μερικές φορές επικαλέστηκαν επιτυχημένο πρότυπο από άλλη Ευρωπαϊκή χώρα, εξασφάλισαν εξειδικευμένη πίστωση σε Ευρωπαϊκό πρόγραμμα ή/και τη σχετική απαίτηση και υποστήριξη της Ε.Ε., βραχυκύκλωσαν νομοθετικές αγκυλώσεις ή γραφειοκρατικά εμπόδια και επωνυμοποίησαν τη μεταρρύθμιση ώστε να αποκτήσει ένα ισχυρό brand name.
Με βάση τα παραπάνω προτείνω μια δέσμη 10 + 2 κομβικών και καταλυτικών οριζόντιων δράσεων, η πλειοψηφία των οποίων έχουν εξωστρεφή χαρακτήρα και εφαρμόζονται «εν παραλλήλω», αξιοποιώντας ένα «παράθυρο ευκαιρίας» και διασφαλίζοντας τη σύνθεση διοικητικής μεταρρύθμισης και ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
Οι δράσεις αυτές αφορούν τη βελτίωση κρίσιμων επιτελικών λειτουργιών της διακυβέρνησης, τη συγκρότηση της φυσικής ηγεσίας της δημόσιας διοίκησης, τη συγκρότησή της ως ενιαίου διοικητικού συστήματος «χωρίς εσωτερικά σύνορα» και με front offices τα ΚΕΠ και τη βελτίωση της διαδραστικής σχέσης με το περιβάλλον της (πολίτες και επιχειρήσεις).
Παράλληλα, θεωρώ αναγκαίο να προσδιοριστούν και κάθετες δράσεις των τομεακών πολιτικών, ώστε να διαμορφωθεί μια επιχειρησιακή μήτρα που θα διασφαλίσει τη συνέργεια οριζόντιων και τομεακών δράσεων και τη συνάρθρωση δράσεων διοικητικής μεταρρύθμισης και ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.