Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Επιστημονικές δημοσιεύσεις σε Ελεύθερα Ψηφιακά Αποθετήρια με δημόσιο χαρακτήρα


του Θεόδωρου Ν. Τσέκου*

Ραγδαία εξελίσσεται η υπόθεση της ανοικτής πρόσβασης στις επιστημονικές δημοσιεύσεις. Την πρωτοβουλια για την ελεύθερη πρόσβαση στα δημοσιευμένα προϊόντα της επιστημονικής έρευνας (άρθρα, δεδομένα κλπ)  προωθούν πλέον ακαδημαϊκοί και ερευνητές , πανεπιστήμια (League of European Research Universites -LERU, Harvard), κυβερνήσεις (Μ. Βρετανία) και τώρα και η ΕΕ .
Βλέποντας τον κίνδυνο από τις πολιτικές αυτές οι εκδοτικοί οίκοι έχουν λανσάρει μιά νέα πρακτική: το κόστος δημοσίευσης (πρακτικά πλέον κόστος ανάρτησης στο διαδίκτυο !) να επωμίζεται ο συγγραφέας, το ίδρυμά του ή το κράτος. Το κόστος αυτό μπορεί ήδη να φθάνει σε πολλές εκατοντάδες έως και χιλιάδες δολλάρια ανά άρθρο.

Η στρατηγική αυτή αποκαλείται "Χρυσός δρόμος" και αντιπαρατίθεται στον "Πράσινο δρόμο" που προωθεί την ελεύθερη διαδικτυακη ανάρτηση ψηφιακών "αντιγράφων" ανεξαρτήτως άλλων μορφών δημοσίευσης. (βλ. LERU οπ. παρ.σ.σ. 6 και 9). Οι δύο εναλλακτικές αυτές μορφές ανοικτής πρόσβασης (α. χωρίς κόστος ούτε για τον συγγραφέα ούτε για τον αναγνώστη και β. χωρις κόστος για τον αναγνώστη αλλά με κόστος είτε για τον συγγραφέα είτε για τον οργανισμό στον οποίο ανήκει ή το κράτος) προσδιορίζονται στην διακήρυξη της Πρωτοβουλίας της Βουδαπέστης για την Ανοικτή Πρόσβαση (Budapest Open Access Initiative).

Το κόστος πρόσβασης στα δημοσιευμένα σε επιστημονικά περιοδικά άρθρα, είτε αυτό πληρώνεται από τον αναγνώστη είτε από τον συγγραφέα είναι υπερβολικό εξοργίζοντας την ακαδημαϊκή κοινότητα. " Εμείς κάνουμε την έρευνα, γράφουμε τα άρθρα, αξιολογούμε άρθρα άλλων ερευνητών, μετέχουμε σε εκδοτικές επιτροπές και όλα αυτά δωρεάν ... και μετά αγοράζουμε τα αποτελέσματα της εργασίας μας σε εξωφρενικές τιμές» δήλωσε στον Guardian, ο διευθυντής της βιβλιοθήκης του Χάρβαρντ Ρόμπερτ Ντάρντον.

Ακόμα περισσότερο θα πρέπει να λάβουμε υπ' όψη ότι οι ερευνητές είναι στο σύνολό τους σχεδόν μέλη ακαδημαϊκών και ερευνητικών ιδρυμάτων που χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Άρα οι μισθοί των ερευνητών πληρώνονται από τον φορολογούμενο (πχ τον μεταπτυχιακό φοιτητή και την οικογένειά του) ο οποίος στην συνέχεια ως δυνητικος αναγνώστης - χρήστης  καλείται να πληρώσει ξανά για πρόσβαση στο προϊόν της έρευνάς τους. Και φυσικά τα χρήματα αυτά δεν τροφοδοτούν τη έρευνα αλλά ενισχύουν τα κέρδη των εξειδικευμένων εκδοτικών οίκων που σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα κινούται περί το 35% !

Το υψηλό κόστος πρόσβασης στα επιστημονικά άρθρα - προϊόντα της έρευνας αποτελεί εξ άλλου σημαντικό εμπόδιο στην διάχυση των ερευνητικών αποτελεσμάτων με αρνητικές επιπτώσεις στην πρόοδο της επιστήμης και την ανάπτυξη.

Το κόστος πρόσβασης στα δημοσιευμένα σε επιστημονικά περιοδικά άρθρα, είτε αυτό πληρώνεται από τον αναγνώστη είτε από τον συγγραφέα είναι επίσης, στις σημερινές συνθήκες, περιττό. Η έντυπη μορφή διάχυσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων δικαιολογούσε ασφαλώς εκδοτικά κόστη.

Η ψηφιοποίηση όμως του έντυπου λόγου επιτρέπει σήμερα τη δημοσίευση και διακίνηση των επιστημονικών κειμένων πρακτικά χωρίς κόστος, δεδομένου ότι ούτε οι συγγραφείς ούτε οι αξιολογητές αμείβονται. Κατά συνέπεια δεν προκύπτει κανένας προφανής λόγος να δαπανώνται δημόσιοι, ιδιωτικοί και γενικώς κοινωνικοί πόροι για την δημοσίευση επιστημονικών εργασιών.

Η μόνη δυνατή λύση για να διατίθεται χωρίς επιπλέον κόστος προς όλη την κοινωνία το προϊόν της δημόσια χρηματοδοτούμενης επιστημονικής έρευνας είναι τα ελεύθερα ψηφιακά αποθετήρια. Τα αποθετήρια αυτά μπορούν να λειτουργούν ως πλατφόρμες δι-ιδρυματικής συνεργασίας (πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, διεθνείς επιστημονικές ενώσεις κλπ).

Το κόστος λειτουργίας ενός τέτοιου αποθετηρίου είναι ιδιαίτερα χαμηλό. To Θεσμικό Ερευνητικό Αποθετήριο του Σαουθάμπτον (University of Southampton Institutional Research Repository) στοίχισε 13.000 ευρώ σε τεχνικό κόστος συν μισό ανθρωπομήνα σταθερό κόστος για τον Διαχειριστή Αποθετηρίου.Το κόστος αυτό θα μπορούσε να συμπιεσθεί ακόμη περισσότερο από την ενσωμάτωση των λειτουργιών αυτών στις υφιστάμενες ψηφιακές υποδομές των ιδρυμάτων και στο καθηκοντολόγιο της ακαδημαϊκής κοινότητας.

Μέσα από την δι-ιδρυματική συνεργασία και εγγύηση θα διασφαλισθούν οι μηχανισμοί "αξιολόγησης από ομολόγους" (peer review) που σήμερα συντονίζουν μεν οι εκδοτικοί οίκοι αλλά πραγματοποιούνται αποκλειστικά από τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Η ακαδημαϊκή κοινότητα συνεπώς θα συνεχίσει να εγγυάται, χωρίς διαμεσολάβηση αυτή την φορά, την εγκυρότητα των επιστημονικών δημοσιευμάτων.

Τέλος, οι νέοι αυτοί μηχανισμοί θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν καινούργιες ιδέες και νέες τεχνολογίες αξιολόγησης. Ελεύθερης πρόσβασης αυτοματισμοί ψηφιακής αναζήτησης, ταξινόμησης και ποσοτικοποίησης διαδικτυακών δημοσιευμάτων και διαδικτυακών παραπομπών (π.χ. h-index [Hirsch index] σε Google Scholar) θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και να υποκαταστήσουν τον impact factor του περιοδικού με τον impact factor του παραπέμποντος συγγραφέα: η κάθε παραπομπή /ετεροαναφορά π.χ. να σταθμίζεται με τον h-index του συγγραφέα που παραπέμπει.

*Επίκουρος Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης, Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Ανώτατο Τεχνολογικό Ίδρυμα Καλαμάτας

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Ανοιχτή  πρόσκληση υποβολής προτάσεων
για το
2ο Συνέδριο Δημόσιας Πολιτικής και Θεσμών


Το Κέντρο Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής & Θεσμών, τού Παντείου Πανεπιστημίου και
το Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης του ΑΤΕΙ Καλαμάτας, διοργανώνουν από κοινού,
τον Δεκέμβριο του 2012, στην Αθήνα, το

2ο Συνέδριο Δημόσιας Πολιτικής και Θεσμών

με θέμα:

Συνέχειες και Ασυνέχειες στο Ελληνικό Κράτος, την Οικονομία, και την Κοινωνία: 1945-2012”
---
Η επιστροφή των πολιτικών επιστημόνων στη μελέτη των θεσμών, η λεγόμενη νεοθεσμική προσέγγιση, συνοδεύτηκε από μια μεγάλη ευρύτητα στις απόψεις και τις προσεγγίσεις για το τι είναι και πως λειτουργεί ένας (πολιτικός, κρατικός, κοινωνικός, οικονομικός) θεσμός, για το κατά πόσο θα πρέπει να αναζητούμε τη λογική του σε ενδογενή στοιχεία του (σχετική αυτονομία) ή σε εξωγενή (αν επηρεάζεται από κουλτούρες, νόρμες, παραδόσεις, προτιμήσεις κλπ) και σε ποια αναλογία κάθε φορά, και γιατί εντέλει είναι σημαντικό να τον μελετούμε.

Εκείνο που πάντως κανείς δεν αμφισβητεί είναι η ίδια η σημασία των θεσμών για την κοινωνική και πολιτική οργάνωση. Άπαντες συμφωνούν δηλαδή ότι οι θεσμοί ρυθμίζουν, αν και σε κυμαινόμενο βαθμό ανάλογα με την ισχύ τους, τις ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές, τους αποκλεισμούς/ενσωματώσεις των κοινωνικών δρώντων, ότι αποτελούν εντέλει τους μηχανισμούς που καθορίζουν το ρυθμό και το είδος των αλλαγών ή των αδρανειών. Επίσης, είναι ξεκάθαρο ότι η εκάστοτε προσπάθεια μεταρρύθμισης ενός θεσμού αποτελεί πάντοτε πεδίο κοινωνικής σύγκρουσης αφού αλλάζει υποχρεωτικά τους κανόνες του παιχνιδιού άρα και τις ισορροπίες ισχύος μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών δρώντων.

Αλλά οι συγκρούσεις δεν συμβαίνουν στο κενό. Αυτός είναι και ο λόγος που απαιτείται πάντοτε μια ιστορικοποιημένη προσέγγιση των θεσμών, ώστε να αναδειχτεί το ειδικό βάρος της ιστορικής αδράνειας. Εξάλλου, έχει σωστά επισημανθεί ότι η ιστορική-θεσμική προσέγγιση είναι περισσότερο προετοιμασμένη μεθοδολογικά για να μελετήσει τις συνέχειες παρά τις τομές και τις ρήξεις.

Στη διάρκεια του περσινού, πρώτου μας συνεδρίου για τους «Θεσμούς στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Αποτίμηση μιας αντιφατικής περιόδου» (Καλαμάτα, Νοέμβριος 2011) δόθηκε η δυνατότητα να διαπιστωθεί η επιμονή με την οποία διατηρούνται στη μεσαία διάρκεια ή επανέρχονται μέσα από μεταμορφώσεις και μεταλλάξεις, ορισμένα ιστορικά φαινόμενα που σχετίζονται με πάγιες συλλογικές νοοτροπίες, κοινωνικές έξεις, πολιτικές πρακτικές κλπ. Συνηθίζουμε να προσεγγίζουμε τον ελληνικό 20ο αιώνα μέσα από μεγάλες τομές οι οποίες ακολουθούν σχεδόν πάντα τις οριοθετήσεις του βραχέος πολιτικού χρόνου: το 1909, το 1922, το 1941, το 1946, το 1967 ή το 1974. Όσο κι αν αυτή η συμβατική οργάνωση του ιστορικού χρόνου έχει τα πλεονεκτήματά της, θα ήταν εξίσου σκόπιμο να εξετάσουμε τις όποιες βαθύτερες συνέχειες μπορεί να παρατηρούνται στη λειτουργία των διαφόρων θεσμών ή στις νοοτροπίες που τους χαρακτηρίζουν, υπερβαίνοντας τις πιο επιφανειακές «τομές». Δεν πρόκειται για μια υπόρρητα συντηρητική προσέγγιση. Αντιθέτως, μόνο αν συνειδητοποιήσουμε τις ιστορικές εμμένειες ενός φαινομένου, είναι δυνατόν και να το διαχειριστούμε με καλύτερους όρους στο παρόν.
Η ιστορικοθεσμική προσέγγιση έχει ακόμη ένα πλεονέκτημα. Δεν ακυρώνει τον ανθρώπινο παράγοντα. Η εξέλιξη των κοινωνιών είναι συνέπεια της αλληλεπίδρασης δύο μεταβλητών της ιστορίας, δηλαδή της σχέσης της τυχαιότητας (αυτό που ονομάζουμε συγκυρίες) με την εμπρόθετη δράση των υποκειμένων. Tο πολιτισμικό και ανθρωπολογικό στοιχείο δεν διαμορφώνεται μόνο αυτό καθαυτό από το χρόνο αλλά δομεί και το ίδιο την ιστορική πραγματικότητα. Ειδάλλως, αν οι θεσμοί είχαν απόλυτη μεταμορφωτική δύναμη, η απλή μεταρρύθμισή τους θα αρκούσε για αλλάξει και τις νοοτροπίες. Η «συμπεριφορική επανάσταση» (R. Dahl, Who Governs?, 1961) που δανείστηκε από την κοινωνιολογία, την οικονομία, την ανθρωπολογία και την κοινωνική και γνωσιακή ψυχολογία για να μελετήσει τη σχέση ατομικής συμπεριφοράς και ιδρυμάτων/θεσμών, έχει καταλήξει ότι συχνά τα άτομα ξεπερνούν τους κανόνες χρησιμοποιώντας άτυπα δίκτυα με επιρροή. Κατ' επέκταση, έχει διαπιστωθεί, για παράδειγμα, ότι συχνά στην ελληνική περίπτωση, η μεταρρύθμιση υποτάσσεται στην υπάρχουσα κουλτούρα και είτε ανατρέπεται τελείως είτε εφαρμόζεται ελλειπτικά.

Εκκινώντας, λοιπόν από αυτή την προβληματική, η Οργανωτική & Επιστημονική Επιτροπή του Συνεδρίου προσκαλεί τους ενδιαφερόμενους να υποβάλλουν ηλεκτρονικά τον τίτλο τής πρότασής τους καθώς και μια περιγραφική της περίληψη στα ελληνικά, μέχρι 250 λέξεις, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: 2osynedriothesmon@gmail.com το αργότερο ως τις 15 Οκτωβρίου του 2012.

Θα ακολουθήσει η αξιολόγηση των κατατεθειμένων προτάσεων από την αρμόδια επιτροπή, και εν συνεχεία, ως τα τέλη Οκτωβρίου, θα αποσταλεί πληρέστερη ενημέρωση σε εκείνους των οποίων η πρόταση θα έχει περιληφθεί στο πρόγραμμα του συνεδρίου.

Τα πρακτικά του δεύτερου αυτού συνεδρίου,όπως άλλωστε και του πρώτου, θα εκδοθούν από τις εκδόσεις Παπαζήση, στη σειρά «Δημόσια Πολιτική & Θεσμοί».

-Τα θεματικά πεδία τού συνεδρίου έχουν ως εξής:

  • Πολιτικοί, διοικητικοί, αυτοδιοικητικοί και δικαστικοί θεσμοί,
  • Οικονομικοί και δημοσιονομικοί θεσμοί,
  • Θεσμικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά πεδίων πολιτικής (ενδεικτικά: εκπαίδευση, υγεία, εργασιακές σχέσεις, κοινωνική πολιτική, πολιτισμός, περιβάλλον κλπ),
  • Θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών (συνδικάτα, ΜΚΟ, κοινωνικά κινήματα κλπ).
Η Οργανωτική & Επιστημονική Επιτροπή του Συνεδρίου,

Νέδα Κανελλοπούλου, Λεωνίδας Παπακωνσταντινίδης, Αργύρης Πασσάς, Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Αθανασία Τριανταφυλλοπούλου,
Θεόδωρος Τσέκος