Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Θ. ΤΣΕΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ. Πέντε συν μία προτεραιότητες για την ανανέωση του «Πολιτεύεσθαι»

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ.

Πέντε συν μία προτεραιότητες  για την ανανέωση του  «Πολιτεύεσθαι»

του Θεόδωρου Ν. Τσέκου*

  
Οι σημερινές κοινωνίες διανύουν μια περίοδο ριζικών αλλαγών. Οι συνδυασμένες τεχνολογίες της πληροφορικής και των επικοινωνιών μεταβάλουν δραματικά τον τρόπο που παράγουμε, καταναλώνουμε, μαθαίνουμε , ψυχαγωγούμαστε.  Οι ήπιες μορφές ενέργειας μπορούν, εξελισσόμενες, να αποδεσμεύσουν τον πλανήτη από τις ενεργειακές του ανάγκες. Οι εμμένουσες χαώδεις διαφορές βιοτικού επιπέδου μεταξύ κρατών και γεωγραφικών περιφερειών, ανάμεσα στ’ άλλα,  υποκινούν εκτεταμένες μεταναστεύσεις. Η κλιματική αλλαγή γεννά νέους κινδύνους. Νέες γεωπολιτικές εντάσεις αναδύονται. Νέες μορφές κοινωνικής δυσαρέσκειας αναδεικνύονται και νέες μορφές πολιτικής έκφρασής τους διαμορφώνονται.
 Όλα τα παραπάνω επηρεάζουν τον τρόπο διακυβέρνησης και τον τρόπο άσκησης της πολιτικής. Όχι μόνο το περιεχόμενό τους αλλά και τις διαδικασίες άσκησής τους. Όχι μόνο την πολιτική και τις (δημόσιες) πολιτικές αλλά και το «πολιτεύεσθαι». Για να διαμορφώσουμε όμως τρόπους άσκησης πολιτικής κατάλληλους για την νέα εποχή, για να ανανεώσουμε το «πολιτεύεσθαι», χρειάζεται πρώτα απ’ όλα  να σκεφθούμε κριτικά τις μέχρι τώρα πολιτικές μας «συνήθειες», τις κυρίαρχες πρακτικές πολιτικής και διακυβέρνησης του παρελθόντος. Ακολουθούν μερικές σκέψεις επ’ αυτών.

1.       Να ξανασκεφθούμε τα βασικά

Η Ευρώπη, η Ελλάδα, τα ευρωπαϊκά αλλά και τα ελληνικά κόμματα -φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά- στέκονται αμήχανα μπροστά σε κρίσιμα σταυροδρόμια.  Οι τεχνολογικές, παραγωγικές και οικονομικές εξελίξεις και οι κοινωνικές τους επιπτώσεις είναι πρωτόγνωρες. Το μέλλον ασφαλώς, όπως μας διαβεβαιώνει ο Ισοκράτης, ήταν ανέκαθεν «αόρατον». Ωστόσο η επιστήμη και ο ορθός λόγος επιχείρησαν, στην νεωτερικότητα ιδίως,  να το καταστήσουν στατιστικά  προγνώσιμο.
Τελευταία όμως το μέλλον καθίσταται αντιθέτως ολοένα και πιο ασαφές. Η ικανότητα πρόβλεψης των ατόμων, των οργανωμένων ομάδων αλλά και των ίδιων των θεσμών, μειώνεται . Κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εποχής μας, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, είναι η Ρευστότητα, η Αβεβαιότητα, η Πολυπλοκότητα και η Αμφισημία ( a VUCA World- Volatility, Uncertainty, Complexity, Ambiguity ). Και το μόνο σταθερό, είναι η Αστάθεια. Ανατρέπονται και διαψεύδονται κατά συνέπεια και τα σταθερότυπα πρόσληψης και ερμηνείας της πραγματικότητας τα οποία χρησιμοποιούσαμε μέχρι τώρα ως οικονομικά και ως πολιτικά υποκείμενα.
Μια τέτοια κατάσταση ανατροπής των μέχρι τώρα βεβαιοτήτων μας, προσφέρεται για αναστοχασμό και επαναξιολόγηση των βασικών μας –ρητών ή άρρητων- παραδοχών. Αρχής γενομένης από το πώς αντιλαμβανόμαστε και το πως ασκούμε την πολιτική.


2.       Πολιτική ή Πολιτικαντισμός

Η κριτική παρατήρηση της δημόσιας σφαίρας –στην χώρα μας , αλλά όχι μόνο – εύκολα διαπιστώνει δύο τρόπους άσκησης πολιτικής . Κατ’ όνομα συμπληρωματικούς αλλά στην ουσία αντιθετικούς.
Ο πρώτος είναι η πολιτική των ιδεών και των προγραμμάτων. Ζητούμενο σ’  αυτόν τον τύπο πολιτικής είναι ο συλλογικός προσδιορισμός και η προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος. Κύρια πολιτικά εργαλεία της είναι ο οραματικός και προγραμματικός λόγος και η συμμετοχική επεξεργασία δημοσίων πολιτικών. Το πολιτικό παιχνίδι στην περίπτωση αυτή είναι παιχνίδι αμοιβαίου οφέλους  (win-win game). Δεν ανταγωνίζονται αντίπαλες ομάδες αλλά αντιπαρατίθενται ιδέες και προγράμματα. Η αντιπαράθεση γίνεται με τεκμηρίωση, επιχειρήματα και κριτήριο την συγκριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων υπό το φώς της πραγματικότητας . Στις πλείστες των περιπτώσεων δεν καταγράφονται απόλυτες αλήθειες και απόλυτες πλάνες. Και οι ασκούμενες πολιτικές προκύπτουν ως συνθέσεις απόψεων και προτεραιοτήτων. Αναμενόμενο, άλλωστε, αφού οι κοινωνίες συναπαρτίζονται από διαφορετικές υπο-ομάδες συμφερόντων, με διαφορετικές προτεραιότητες και διαφορετικές αξίες που πρέπει να όμως συνυπάρξουν.
Ο δεύτερος τρόπος είναι η πολιτική των θώκων και των προσώπων. Αυτός ασκείται από επαγγελματίες ή φερέλπιδες επαγγελματίες της πολιτικής. Το ζητούμενο είναι η πολιτική σταδιοδρομία.  Η διαχείριση του δημοσίου συμφέροντος δεν είναι ο σκοπός αλλά η αρένα μέσα στην οποία διαδραματίζεται το πολιτικό παιχνίδι. Κύριο μέσο είναι η δημιουργία εντυπώσεων και βασικό εργαλείο η πολιτική επικοινωνία. Δεν έχει σημασία το τι πραγματικά συμβαίνει αλλά το ποια εικόνα θα προβάλλουμε στα μέσα και το τι θα πείσουμε το εκλογικό σώμα ότι συμβαίνει .
Οι φορείς διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων και προτάσεων είναι εχθροί (δικοί μας και του έθνους) .  Εμείς είμαστε οι διαχειριστές της απόλυτης αλήθειας και οι «άλλοι» κήρυκες του απολύτου σφάλματος. Εμείς είμαστε οι σωτήρες και οι «άλλοι» οι ολετήρες. Διότι το διακύβευμα δεν είναι η άσκηση αποτελεσματικών δημοσίων πολιτικών αλλά η κατάληψη της εξουσίας. Και αυτή περνά μέσα από την πολιτική απαξίωση και την εκλογική συντριβή του «εχθρού».  Εκλαμβάνεται ως αυτονόητο και δεδομένο ότι αρκεί να καταλάβουμε εμείς την εξουσία και όλα θα πάνε καλά .
Η πολιτική κινητοποίηση γίνεται με «οπαδική» λογική. Και επιτυγχάνεται με την καθημερινή και εφ’ όλης της ύλης καταγγελία του «εχθρού». Τίποτα από ότι λέει και ότι κάνει ο πολιτικός αντίπαλος δεν είναι σωστό. Ακόμα και όταν ταυτίζεται με τις δικές μας απόψεις. Ακόμα και αν περιλαμβάνεται στο δικό μας πρόγραμμα. Όταν το υποστηρίζει ή το εφαρμόζει ο «εχθρός» είναι λάθος. Διότι αυξάνει τις πιθανότητες να καταλάβει ή να παραμείνει στην εξουσία. Σωστό γίνεται όταν το πρεσβεύουμε και το εφαρμόζουμε ασκώντας την εξουσία εμείς.
Αυτή η λογική του διαχωρισμού σε εχθρούς και φίλους και η στρατηγική του «πάρτα όλα» δεν χαρακτηρίζει μόνο τις διακομματικές αλλά και τις ενδοκομματικές σχέσεις και διεργασίες υποβαθμίζοντας έτσι δραματικά την εσωκομματική δημοκρατία.
Θα ρωτήσουν κάποιοι, «μα μπορεί να ασκηθεί πολιτική χωρίς πρόσωπα;». Σωστά. Δεν μπορεί. Η πολιτική (όπως και κάθε κοινωνική δραστηριότητα) ασκείται μέσω προσώπων. Έχει όμως τεράστια σημασία που βρίσκεται το κέντρο βάρους. Αν τα πρόσωπα κινητοποιούνται από «φιλοδοξίες πολιτικής», φιλοδοξούν δηλαδή πρωτίστως να συμβάλουν στην άσκηση αποτελεσματικών δημοσίων πολιτικών προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος, ή «πολιτικές φιλοδοξίες» επιδιώκοντας κυρίως την ατομική προβολή, την εκλογική επιτυχία, την κατάληψη θώκων εξουσίας και την επαγγελματική πολιτική σταδιοδρομία.
Στην δεύτερη περίπτωση οι ιδέες, οι πολιτικές και τα προγράμματα καταλήγουν να είναι προσχηματικά και απλά υπο-προϊόντα της επικοινωνιακής στρατηγικής.  Έχουν εκλογική και μόνο σημασία και μεταβάλλονται με βάση την συγκυρία και την βελτιστοποίηση της άγρας ψήφων.   Εξηγείται έτσι  όχι μόνο η μεταπήδηση προσώπων αλλά και η μετακίνηση φορέων σε διαφορετικά ιδεολογικά πεδία.  Ισχύει εδώ η ρήση του Γκρούτσο Μαρξ : «Αυτές είναι οι αρχές μου. Αλλά αν δεν σας αρέσουν, έχω κι άλλες».
Από τους δύο αυτούς τρόπους τον πρώτο τον αποκαλούμε «Πολιτική» και τον δεύτερο «Πολιτικαντισμό». Ως προς τον δεύτερο τρόπο, Γάλλοι μιλάνε για “politique politicienne και οι  Άγγλοι για “game of politics” ή  party politics”,  εννοώντας περίπου το ίδιο.
Δεν χρειάζεται νομίζω περαιτέρω ανάλυση –τα βιώματά μας αρκούν- για να καταλήξουμε σε δύο βασικά συμπεράσματα :
·    Ο πρώτος τρόπος άσκησης πολιτικής είναι κοινωνικά επωφελής και ο δεύτερος επιβλαβής.
·         Στην χώρα μας ιστορικά κυρίαρχη –με εξαίρεση ορισμένες βραχείες περιόδους- είναι η «πολιτικάντικη» πολιτική.
Η μετάβαση από τον πολιτικαντισμό στην πολιτική, ή,  για να είμαστε ρεαλιστές, η  σταδιακή ενίσχυση της πολιτικής και η αποδυνάμωση του πολιτικαντισμού,  είναι η πρώτη και βασική προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό και τον εξορθολογισμό της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Οι δυνάμεις που πρεσβεύουν την μεταρρύθμιση και την ανανέωση θα πρέπει να εργαστούν σ’ αυτή την κατεύθυνση. Αρχίζοντας πρώτα από τον εαυτό τους .

  • · Εστιάζοντας σε μακροπρόθεσμες πολιτικές και προγραμματικές επεξεργασίες και όχι σε βραχυπρόθεσμες εκλογικές τακτικές.
  • ·      Εισάγοντας  στιβαρούς θεσμούς και διαδικασίες εσωκομματικής δημοκρατίας και συμμετοχής όχι μόνο επί χάρτου,  δηλαδή στο καταστατικό, αλλά στην πραγματική λειτουργία του κόμματος
  • ·    Βασίζοντας τις πολιτικές τους συμμαχίες σε προγραμματικές συγκλίσεις και όχι σε παράθυρα εκλογικής και κυβερνητικής ευκαιρίας
  • ·      Ασκώντας προγραμματική και όχι «δομική» (δηλαδή «οπαδική», χωρίς αρχές και με  βάση το εφήμερο δημοσκοπικό όφελος) αντιπολίτευση .
  • ·        Κατανοώντας τον διαπαιδαγωγητικό  ρόλο που καλείται, δια του παραδείγματός της,  να παίξει προς την ελληνική κοινωνία, ακόμα και αν αυτό δεν προσπορίσει βραχυπρόθεσμα δημοσκοπικά και εκλογικά οφέλη.

3.       Η Μόνη μας Κληρονομιά : η Δημοκρατία

Μετά από χιλιάδες χρόνια πολιτικού βίου των ανθρωπίνων κοινωνιών, μετά από εκατοντάδες χρόνια από την είσοδο στην νεωτερικότητα (που σηματοδοτείται από τον Διαφωτισμό και την Βιομηχανική Επανάσταση) και λίγες δεκαετίες μετά από την (διαμφισβητούμενη) είσοδό μας στην μετα-νεωτερικότητα (του ατομισμού, του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και της ψηφιακής επανάστασης) η ιδεολογική και αξιακή πολλαπλότητα εξελίσσεται καλειδοσκοπικά. Πανσπερμία ιδεών και προτάσεων πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης. Ποικιλία αφηγημάτων (και ραβδογραμμάτων – δηλαδή αντιφατικών ποσοτικών δεδομένων) για το πως λειτουργεί η οικονομία και τι την κατευθύνει. Ένταξη σε πολλά και διαφορετικά κοινωνικά δίκτυα που διαμορφώνουν ιδιαίτερους τρόπους ζωής (lifestyles). Ανασφάλεια μπροστά στην διαπερατότητα του εθνικά και τοπικά «οικείου» και κρίσεις ταυτότητας από την έκθεση στο «ξένο» της παγκοσμιοποίησης.  Αναζήτηση της σιγουριάς στον πατερναλισμό των μονοδιάστατων αφηγήσεων και των ισχυρών ηγετών.
Μέσα σ’ αυτή την ενοχλητική,  συχνά αφόρητη για τον μέσο πολίτη, πολυσημία και αταξία της ζωής μας υπάρχει ένα και μόνο σταθερό και αδιαμφισβήτητο πεδίο . Η λειτουργία της Δημοκρατίας. Αυτή αποτελεί την μόνη μας κληρονομιά από τις πολιτικές κοινωνίες του παρελθόντος. Αυτήν οφείλουμε να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού στις δύσκολες εποχές που διασχίζουμε.

3.1. Δημοκρατικός πολιτικός πολιτισμός : τα δικαιώματα  της μειοψηφίας και η νομιμοποίηση του αντιπάλου

Όπως όμως μας διδάσκουν πρόσφατες εξελίξεις που οδήγησαν στην -δημοκρατική – ανάδειξη στην εξουσία ηγετών όπως ο Πούτιν, ο Τράμπ, ο Ερντογάν, ο Όρμπαν, οι Κατσίνσκι και στην ισχυρή εκλογική παρουσία της Μαρί Λεπέν, της Λέγκας του Βορρά  ή των αυστριακών και ολλανδών ακροδεξιών , η δημοκρατία κινδυνεύει από την ίδια την λειτουργία της και υπάρχουν πιθανότητες να καταρρεύσει από τα μέσα. Αυτό μπορεί να συμβεί εάν λησμονηθεί πως η ουσία της δημοκρατίας δεν έγκειται μόνον στην εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας αλλά κυρίως στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας. Εκεί ακριβώς κρίνεται η ποιότητά της.
Επειδή ακριβώς δημοκρατία σημαίνει πολυφωνία, προϋπόθεση άσκησής της είναι η αμοιβαία αποδοχή, εντός του πλαισίου της,  των άλλων φωνών. Η αμοιβαία αναγνώριση του δικαιώματος όλων, πλειοψηφούντων ή μειοψηφούντων,  να υποστηρίζουν και να πράττουν κάτι διαφορετικό. Η νομιμοποίηση της παρουσίας  τους στην πολιτική αρένα ως  ισότιμων μετόχων και ως νόμιμων δυνητικών διαχειριστών της εξουσίας. Η αντιμετώπισή τους ως αντιπάλων και όχι ως εχθρών. Η ανταγωνιστική συνύπαρξη και όχι η αμοιβαία καταστροφή.  Αυτά ακριβώς συγκροτούν ένα πολιτικό σύστημα ως σύστημα δημοκρατικών πολιτικών αξιών. Διαμορφώνουν τον, απολύτως απαραίτητο, δημοκρατικό πολιτικό πολιτισμό.
Σε πρόσφατο βιβλίο τους (How Democracies Die, Εκδ. Crown, 2018 ) οι καθηγητές της Πολιτικής Επιστήμης στο  Χάρβαρντ Steven Levitsky και  Daniel Ziblatt υποστηρίζουν ότι οι δημοκρατίες λειτουργούν καλύτερα, και γι’ αυτό επιβιώνουν περισσότερο, εκεί όπου πέραν των συνταγματικών εγγυήσεων εμπεδώνονται κατά την άσκηση της πολιτικής δύο βασικοί κανόνες :
·         η αμοιβαία ανοχή, δηλαδή η αποδοχή του  πολιτικού ανταγωνιστή ως νομίμου αντιπάλου και διεκδικητή της εξουσίας, και
·   η αυτοσυγκράτηση δηλαδή η ιδέα ότι οι ασκούντες την διακυβέρνηση οφείλουν να αυτοπεριορίζονται κατά την άσκηση των θεσμικών τους προνομίων ασκώντας τα με μέτρο και χωρίς να τα χρησιμοποιούν ως εργαλείο εκλογικής επικράτησης.
Η διάβρωση των δημοκρατιών, υποστηρίζουν οι συγγραφείς,  αρχίζει όταν τα κόμματα συλλογικά και τα μέλη τους ατομικά αμφισβητούν τη νομιμότητα των αντιπάλων τους, δηλαδή το δικαίωμά τους  να μετέχουν στην πολιτική κονίστρα και να διεκδικούν την εξουσία. Όταν δηλαδή εγκαταλείπουν την ανεκτικότητα και υιοθετούν την στρατηγική του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Άρα καταλήγουν να διεκδικούν την εξουσία  με οποιοδήποτε τρόπο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η  αποδυνάμωση των δημοκρατικών κανόνων επέρχεται όταν οι πολιτικές διαφορές μετατρέπονται σε υπαρξιακή σύγκρουση που τροφοδοτεί μια γενικευμένη πόλωση. Και αυτή η ακραία πόλωση, η διάβρωση δηλαδή του δημοκρατικού πολιτικού πολιτισμού,  μπορεί να σκοτώσει τις δημοκρατίες.

3.2. Αντιπροσωπευτική ή εξουσιοδοτική δημοκρατία;

Μια δεύτερη διάσταση των σύγχρονων δημοκρατιών που χρήζει αναστοχασμού είναι ο αντιπροσωπευτικός τους χαρακτήρας.
Η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι η άμεση δημοκρατία δεν είναι εφικτή παρά μόνο σε περιορισμένα πληθυσμιακά και χωρικά μεγέθη. Η ελληνική πόλις υπήρξε η κοιτίδα της δημοκρατίας στο βαθμό που ήταν τεχνικά εφικτό οι πολίτες (κατ’ ακρίβεια οι ελεύθεροι άρρενες πολίτες) να συνέρχονται τακτικά σε συγκεκριμένο χώρο, την εκκλησία του δήμου, το βουλευτήριο,  να διαλέγονται, να διαβουλεύονται, να αποφασίζουν  και να δικάζουν γνωρίζοντας την ουσία των δημοσίων προβλημάτων και κατανοώντας τα βασικά τους διακυβεύματα.
Η «αμεσο-δημοκρατική» αυτή πρακτική διευκόλυνε εξ άλλου τον δημόσιο έλεγχο όσων αναλάμβαναν «αξιώματα». Στην ουσία τους τα δημόσια αξιώματα (ανατιθέμενα ενίοτε όχι με ψηφοφορία αλλά με κλήρωση) δεν αποτελούσαν εκχώρηση εξουσίας   αλλά δεσμευτική εντολή εκπροσώπησης της κοινότητας σε λειτουργίες που δεν μπορούσαν να ασκηθούν συλλογικά. Ο αξιωματούχος (άρχων, στρατηγός) ήταν ο εντολοδόχος ενώ η κοινότητα, δηλαδή ο εντέλλων, είχε τεχνικά την δυνατότητα να ενημερώνεται συλλογικά επι των πεπραγμένων του και να τα αξιολογεί στις λεπτομέρειές τους. Η άμεση λογοδοσία διατηρούσε την σχέση μεταξύ κοινότητας –αξιωματούχου ως σχέση εντέλλοντος-εντελλομένου  και δεν επέτρεπε την  μετατροπή της «αντιπροσώπευσης» σε «εξουσιοδότηση» δηλαδή σε εν λευκώ ανάθεση του δικαιώματος του αποφασίζειν και ενεργείν,  τύποις μεν εν ονόματι της κοινότητας αλλά στην πράξη ερήμην αυτής.
Η εκτατική και πληθυσμιακή διεύρυνση των δημοκρατικών πολιτειών, με την δημιουργία των εθνικών κρατών (και τώρα ακόμη περισσότερο, με το ευρωπαϊκό πείραμα), αναίρεσε την υλική –τεχνική βάση της άμεσης δημοκρατίας και κατέστησε την αντιπροσωπευτική δημοκρατία μονόδρομο.  Ταυτόχρονα , η προϊούσα πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών και οικονομιών κατέστησε τα διακυβεύματα υπερβολικά τεχνικά και δυσνόητα. Ο συνδυασμός των δύο αυτών μεταβολών μετέτρεψε την αντιπροσώπευση σε εξουσιοδότηση.
Τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων, βάσει των οποίων το εκλογικό σώμα, θεωρητικά τουλάχιστον,  επιλέγει τους εκπροσώπους του και ταυτόχρονα τους κυβερνώντες,  είναι γενικευτικά και εν πολλοίς αόριστα. Αφήνουν συνεπώς πολύ μεγάλα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στους αιρετούς. Στην πράξη οι αιρετοί ούτε λαμβάνουν δεσμευτική εντολή ούτε ελέγχονται από τον εντολέα τους (δηλαδή το εκλογικό σώμα) με βάση συγκεκριμένους –δηλαδή αναλυτικούς, χρονο-προγραμματισμένους και κοστολογημένους- στόχους.  
Η δημοκρατία μετατρέπεται έτσι από «αντι – προσωπευτική » δηλαδή βασιζόμενη σε εντολή διαχείρισης της εξουσίας δεσμευτική επι του περιεχομένου των ενεργειών των εκπροσώπων, σε «εξουσιο-δοτική», δηλαδή σε εν λευκώ  εκχώρηση της εξουσίας και άσκησή της με πολύ μεγάλους , ενίοτε απεριόριστους, βαθμούς ελευθερίας. Η κατάσταση επιβαρύνεται περαιτέρω με την άμεση διασύνδεση μεταξύ της νομοθετικής (και ελεγκτικής) και της εκτελεστικής  εξουσίας, όπου με βάση την (αναγκαία) αρχή της δεδηλωμένης το πλειοψηφούν στην βουλή κόμμα ασκεί την κυβέρνηση. Έτσι η εκτελεστική εξουσία ταυτίζεται με την πλειοψηφία της νομοθετικής εξουσίας και ο ελεγκτικός ρόλος της τελευταίας υποβαθμίζεται δραστικά.
Οι Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος και Λεωνίδας Χριστόπουλος  σημειώνουν στην μελέτη τους για την πολυνομία και κακονομία στην Ελλάδα (Εκδόσεις διαΝΕΟσις,  2017)  σχετικά με την «ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας  εις βάρος της νομοθετικής εξουσίας στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες» : « Μέσω μονοκομματικών κυβερνήσεων ή συνεκτικών κυβερνήσεων συνασπισμού που ελέγχουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η Βουλή, η οποία είναι ο συγκριτικά ανίσχυρος πόλος στο δίπολο Βουλή-Κυβέρνηση, καθίσταται ο εύπλαστος νομοθετικός βραχίονας της κυβέρνησης. Δεν ελέγχει τόσο την κυβέρνηση, όσο τη διευκολύνει να νομοθετεί. Η σχετική αδυναμία της Βουλής έναντι της κυβέρνησης είναι φαινόμενο που ανάγεται σε γενικότερες τάσεις του 20ού και 21ου αιώνα. Τέτοιες τάσεις, μεταξύ άλλων, είναι η ανάγκη ταχείας προσαρμογής των εθνικών κυβερνήσεων, με τη θέσπιση νέων ρυθμίσεων, στο δυναμικά μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον ανοικτών οικονομιών, ο εξειδικευμένος και τεχνικός χαρακτήρας των προβλημάτων προς ρύθμιση, προς τον οποίο δύσκολα μπορεί να ανταποκριθεί ένα σώμα αντιπροσώπων χωρίς ειδικές γνώσεις το οποίο διαβουλεύεται, Γι’ αυτούς και άλλους λόγους, το ελληνικό και άλλα κοινοβούλια έχουν αποκτήσει εν μέρει ένα ρόλο περισσότερο διεκπεραιωτικό, παρά ουσιαστικό ως προς την παραγωγή ρυθμίσεων».
Γίνεται αντιληπτό ότι η μετάπτωση από την αντιπροσωπευτική στην εξουσιοδοτική εκδοχή της δημοκρατίας επηρεάζει την ουσία της άσκησής της και, μεταξύ άλλων, την βασική δικλείδα ασφαλείας λειτουργίας της που είναι η διάκριση των εξουσιών.

4.       Η αποφυγή του πειρασμού της πολυσυλλεκτικότητας: Προγραμματική σαφήνεια.

Εκ των κεντρικών στοιχείων του δημοκρατικού πολιτισμού είναι ασφαλώς η διεκδίκηση άσκησης της εξουσίας και η , για τον σκοπό αυτόν, προσέλκυση της πλειοψηφίας των εκλογέων. Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στις δημοκρατίες η άσκηση της εξουσίας δεν συνιστά αυτοσκοπό. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται παρά ως μέσο για την εφαρμογή εγκεκριμένων από την πλειοψηφία δημοσίων πολιτικών, με στόχο την προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος. Είναι λοιπόν προϋπόθεση της δημοκρατίας η σαφής , και κατά το δυνατόν αναλυτική, χρονο-προγραμματισμένη και κοστολογημένη,  διατύπωση του περιεχομένου των προτεινόμενων δημοσίων πολιτικών.
Κάθε σύγχρονο πολιτικό κόμμα χρειάζεται συνεπώς να αντισταθεί στον πειρασμό της πολυσυλλεκτικότητας νοούμενης ως προσπάθειας να προσελκυσθούν ψηφοφόροι πανταχόθεν, με αόριστες υποσχέσεις των πάντων στους πάντες. Μια πολιτική παράταξη που φιλοδοξεί να αποτελέσει δύναμη μεταρρύθμισης πρέπει να διατυπώσει με σαφήνεια το πρόγραμμά της. Να εξηγήσει ποιες ρήξεις και ποιες ανατροπές θα επιδιωχθούν, ποιοί θα επωφεληθούν από αυτές και ποιοί θα κληθούν πληρώσουν το κόστος. Διότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν κόστος οικονομικό αλλά και κοινωνικό, υπό την έννοια της ανατροπής κεκτημένων. Και ιδίως για ομάδες τα "κεκτημένα" των οποίων υποσκάπτουν το δημόσιο συμφέρον.
Κάθε δημοκρατική πολιτική παράταξη,  οφείλει να επιδιώκει την κατάκτηση της εξουσίας  πείθοντας την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος ότι το συγκεκριμένο, κοστολογημένο και χρονο-προγραμματισμένο πολιτικό σχέδιό της  υπηρετεί καλύτερα τα ευρύτερα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. Δεν έχει νόημα να αναρριχάται στην εξουσία έχοντας μεν πείσει τους πάντες, αλλά τον καθέναν για κάτι διαφορετικό και αντιφατικό προς τις άλλες της υποσχέσεις. Δεν έχει νόημα να λέει στον καθένα αυτό που θέλει να ακούσει . Και ασφαλώς δεν έχει νόημα να προσπαθήσει να παραμείνει στην εξουσία με πελατειακές εξυπηρετήσεις. Το «δεν έχει νόημα» αναφέρεται βέβαια στο δημόσιο συμφέρον και στην χώρα συνολικά. Διότι η πολυσυλλεκτικότητα έχει βεβαίως νόημα για όσους αναμειγνύονται στην πολιτική με αποκλειστικό ζητούμενο την νομή της εξουσίας. Για όσους η εξουσία συνιστά αυτοσκοπό και η παραγωγή δημοσίων πολιτικών αναγκαίο μπελά, υποπροϊόν και πάρεργο της επικοινωνιακής και εκλογικής διαχείρισής της. Για όσους ζουν μέσα στην  -και από την- «πολιτικάντικη πολιτική».

5.       Πολιτικό μάρκετινγκ ή τεκμηριωμένες δημόσιες πολιτικές;

Αντικείμενο της πολιτικής διαδικασίας στις σύγχρονες δημοκρατίες πρέπει να είναι η προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή η μεγιστοποίηση του κοινού οφέλους μέσα από την επίλυση συλλογικών προβλημάτων και την αξιοποίηση συλλογικών ευκαιριών. Κατ’ αυτή την έννοια εφαρμοσμένη πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύνολο των ασκούμενων δημοσίων πολιτικών. Η πολιτική κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Ορθή πολιτική είναι το σύνολο των επιτυχημένων τομεακών δημοσίων πολιτικών ενώ λανθασμένη πολιτική είναι το άθροισμα των αποτυχημένων τομεακών πολιτικών.
Το πολιτικό παιχνίδι όμως δεν παίζεται, δυστυχώς, με αυτούς τους όρους. Η πολιτική επικοινωνία , το πολιτικό μάρκετινγκ, χρησιμοποιείται για να μεγιστοποιήσει τα πολιτικά οφέλη στο εκλογικό πεδίο ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων  στο πεδίο των εφαρμοσμένων τομεακών πολιτικών . Η πολιτική μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι με τους φόβους και τις προσδοκίες του εκλογικού σώματος, σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων χωρίς μεγάλη επαφή με την πραγματικότητα των δημοσίων πολιτικών και των αποτελεσμάτων τους. Το πολιτικό μάρκετινγκ συγκρούεται ασφαλώς με την πραγματικότητα, όπως ακριβώς το μάρκετινγκ των αγαθών και υπηρεσιών. Και πολύ συχνά (μεσο-βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον) κερδίζει το μάρκετινγκ και όχι η πραγματικότητα. Η πολιτική ασκείται με στερεότυπα και συναισθήματα και όχι με τεκμηριωμένες προτάσεις και μετρήσιμα αποτελέσματα. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε επιτυχημένους πολιτικούς αλλά αποτυχημένες πολιτικές.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα τόσο το εγχείρημα όσο και τα ευρήματα της «Vote for Policies», μιάς βρετανικής διαδικτυακής πλατφόρμας πού ίδρυσε το 2010 ο Matt Chocqueel-Mangan και η οποία έκτοτε και  προ των εκάστοτε εκλογών διερευνά τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, όχι ως προς τα κόμματα αλλά ως προς τις προτεινόμενες από τα κόμματα δημόσιες πολιτικές. (Ένα ελληνικό ανάλογο είναι το Help Me Vote http://www.helpmevote.gr/, που ανέπτυξαν οι καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Ιωάννης Ανδρεάδης και Θεόδωρος Χατζηπαντελής  )
Στο Vote for Policies οι προτεινόμενες πολιτικές αντιγράφονται κατά λέξη από τα προγράμματα των κομμάτων  αλλά ταξινομούνται σε θεματικά πεδία (14 συνολικά: υγεία, εκπαίδευση, απασχόληση, φορολογία, ασφάλεια, συνταξιοδοτικό κλπ.) χωρίς να αναφέρεται η κομματική προέλευση κάθε πρότασης και κάθε θέσης. Οι ενδιαφερόμενοι δυνητικοί ψηφοφόροι καλούνται δηλαδή να επιλέξουν από κάθε θεματικό πεδίο τις προτάσεις χωρίς να γνωρίζουν από ποιο κόμμα προέρχονται. Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων με βάση τις δημόσιες πολιτικές ήταν ριζικά διαφορετικές από εκείνες που εκφράσθηκαν στις κάλπες .
Ενδεικτικά παρουσιάζονται στο πίνακα που ακολουθεί τα αποτελέσματα για τις Βρετανικές εκλογές του 2017. Στην πρώτη στήλη παρατίθενται τα αποτελέσματα του Vote for Policies (390.400 συμμετέχοντες) και στην δεύτερη τα αποτελέσματα της κάλπης ενώ στις δύο επόμενες οι τομεακές δημόσιες πολιτικές όπου οι προτάσεις του  κάθε κόμματος προηγούνται (1η και 2η επιλογή).

Κόμμα
Ποσοστό προτίμησης με βάση τις δημόσιες πολιτικές- έρευνα 2017 (*)
Εκλογικό αποτέλεσμα 2017 (**)
Δημόσιες πολιτικές όπου το κόμμα έρχεται πρώτο σε προτιμήσεις (*)
Δημόσιες πολιτικές όπου το κόμμα έρχεται δεύτερο σε προτιμήσεις (*)
Εργατικοί- Labour

24.1%

40.0%

Υγεία, Οικονομία,
Στέγαση
Εκπαίδευση, Εργασιακά, Φορολογία, Μετανάστευση Περιβάλλον, Ανθρώπινα δικαιώματα, Συνταξιοδοτικό
Πράσινοι -Green Party

19.6%


1.6%

Εκπαίδευση, Ευρώπη / Brexit, Εργασιακά,
Ανθρώπινα δικαιώματα,
Δημοκρατική διαδικασία

Φιλελεύθεροι -Liberal Democrats

19.3%


7.4%

Περιβάλλον, Εξωτερική Πολιτική & άμυνα, Δημοκρατική διαδικασία
Εγκληματικότητα / Ασφάλεια
Κόμμα Ανεξαρτησίας ΗΒ- UKIP (Ευρωσκεπτικιστές /Brexiteers)
19%

1.8%
Φορολογία , Εγκληματικότητα / Ασφάλεια,
Μετανάστευση, Συνταξιοδοτικό
Ευρώπη / Brexit,
Εξωτερική Πολιτική & άμυνα
Συντηρητικοί- Conservatives

16.5%

42.4%

Υγεία, Οικονομία, Στέγαση
(*)Σε σύνολο 390.400 συμμετεχόντων στην έρευνα – Αναφέρονται εδώ μόνο τα βασικά κόμματα εθνικής εμβέλειας .  https://voteforpolicies.org.uk/survey/results/ke8YaXMTPdyncVuJu#/total-results)

Από τον πίνακα προκύπτει ότι:

·         Οι μεν νικητές των εκλογών Συντηρητικοί (42,4%) έρχονται τελευταίοι από τα πέντε βασικά κόμματα ως προς τις προτιμήσεις στις προτάσεις πολιτικής τους αφού συγκέντρωσαν - επι 390.400 απαντήσεων- μόλις 16,5% των προτιμήσεων, ενώ καμία από τις τομεακές τους προτάσεις δεν πλειοψήφησε ως  πρώτη προτεραιότητα και μόλις τρεις πλειοψήφησαν ως δεύτερη προτεραιότητα.

·         Αντίθετα οι Εργατικοί , δεύτεροι στις εκλογές με 40%, αναδεικνύονται πρώτοι σε προτιμήσεις προτάσεων πολιτικής με  24,1% , με τρεις από τις προτάσεις πολιτικής τους πλειοψηφικές ως πρώτη προτεραιότητα και επτά ως δεύτερη προτεραιότητα.

·         Οι Πράσινοι (Οικολόγοι) που στις εκλογές απέσπασαν μόλις 1,6% έρχονται δεύτεροι στις προτιμήσεις προτάσεων πολιτικής με 19,6% και πέντε από τις προτάσεις τους πλειοψηφικές ως πρώτη προτεραιότητα.

·         Ακολουθούν οι Φιλελεύθεροι που, ενώ στις εκλογές έλαβαν 7,4% των ψήφων, απέσπασαν το 19,3%  των προτιμήσεων στις προτάσεις πολιτικής τους με τρείς εξ αυτών ως πρώτη προτεραιότητα και μία ως δεύτερη προτεραιότητα.

·         Τέλος, το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα UKIP, με  1,8% στις εκλογικές κάλπες, απέσπασε 19% στις προτάσεις πολιτικής του με τέσσερεις ως πρώτη προτεραιότητα και δύο ως δεύτερη προτεραιότητα των 390.400 πολιτών που συμμετείχαν στην έρευνα του Vote for Policies.

Με  βάση τα παραπάνω ευρήματα (με όλες τις μεθοδολογικές επιφυλάξεις που θα μπορούσε να έχει κανείς για την έρευνα του Vote for Policies,  το γεγονός ότι συμμετείχαν σε αυτήν περίπου 400.000 άτομα παρέχει εχέγγυα αντιπροσωπευτικότητας) νομιμοποιούμαστε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι το γεγονός πως η πλειοψηφία των πολιτών ψηφίζει ένα κόμμα με τις πολιτικές προτάσεις του οποίου δεν συμφωνεί, σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι γίνονται θύματα συστηματικής επικοινωνιακής εξαπάτησης και η ψήφος τους υφαρπάζεται όχι με βάση τις πραγματικές προτιμήσεις τους αλλά με βάση επικοινωνιακές εντυπώσεις. Η «επιτυχημένη» εκστρατεία του Brexit με τα τερατώδη και προφανή ψεύδη επι των οποίων βασίστηκε επιβεβαιώνει το ως άνω συμπέρασμα.
Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει πως στις κοινοβουλευτικές εκλογές η επιλογή κόμματος επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες όπως η ικανότητα διακυβέρνησης των υποψηφίων σχηματισμών. Σε αυτήν την βάσιμη, κατ’ αρχήν, οντολογική διαπίστωση  μπορούν  να διατυπωθούν δύο ενστάσεις, η πρώτη οντολογική και η δεύτερη δεοντολογική.
Πρώτον , η ικανότητα διακυβέρνησης είναι ένα μέγεθος για το οποίο οι εντυπώσεις παίζουν κομβικό ρόλο άρα είναι επικοινωνιακά χειραγωγήσιμο, μπορεί δηλαδή να διαμορφωθεί με βάση το κατάλληλο πολιτικο-εκλογικό μάρκετινγκ.
Δεύτερον, τίθεται ένα κομβικό ερώτημα: Επιλέγω «ικανότητα διακυβέρνησης» για την εφαρμογή ποιού προγράμματος; Ενός  προγράμματος με το οποίο το διαφωνώ; Αυτό θα ήταν δείγμα απόλυτου ανορθολογισμού. Ο μέσος πολίτης, το εκλογικό σώμα, δεν επιλέγουν όμως ανορθολογικά. Επιλέγουν ορθολογικά με βάση ανακριβή δεδομένα και με βάση γενικές αξίες («ορθολογισμός με βάση τις αξίες» κατά Weber) που αδυνατούν να συνδέσουν πρακτικά με μια πολύπλοκη πραγματικότητα.
Η απάντηση λοιπόν είναι «ψηφίζω ένα πρόγραμμα το οποίο αγνοώ και για το οποίο, τελικά, αδιαφορώ», διότι το  κυρίαρχο «μίγμα (πολιτικού) μάρκετινγκ» δεν το περιλαμβάνει, αφού εστιάζεται αποκλειστικά σε πρόσωπα και συνθήματα (και «κλαδικά ή τοπικά ρουσφέτια» θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στα καθ’ ημάς).
Τελικά, μια πολιτική –προϊόν του εκλογικού μάρκετινγκ είναι μια πολιτική που αποβαίνει πάντοτε εις όφελος των επαγγελματιών του μάρκετινγκ, συνήθως υπερ των επαγγελματιών της πολιτικής, σπανίως όμως υπερ της κοινωνίας.

6.      Συνοψίζοντας  : τι πολιτικούς οργανισμούς χρειαζόμαστε;

Δεν συζητήσαμε στο εκτενές αυτό σημείωμα επί του περιεχομένου της πολιτικής. Άλλωστε, είναι δεδομένο ότι εντός των δημοκρατικών κοινωνιών συγκροτούνται και συνυπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για το δέον γενέσθαι –συχνά αντιδιαμετρικές . Η θέση του κάθε προσώπου και κάθε ομάδας στον καταμερισμό εργασίας και στην παραγωγή, ο χώρος εγκατάστασης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τόπου, η ιστορική εμπειρία, αλλά και ψυχολογικές προδιαθέσεις  όπως η προτίμηση για την ασφάλεια και την σταθερότητα ή αντίθετα για το ρίσκο και τις αλλαγές, και άλλα συναφή, διαμορφώνουν τις πολιτικές αντιλήψεις, την πρόσληψη των προβλημάτων και τις προτιμήσεις για την μία ή την άλλη λύση. Η «οργανική ενότητα» του λαού είναι μια ρομαντική και εξωπραγματική αντίληψη .Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι εσωτερικά διαφοροποιημένες και αντιφατικές. Για να αποκατασταθεί δε η «λειτουργική ενότητά» τους, προκειμένου να μην καταρρεύσουν, απαιτείται ειδική και διαρκής μέριμνα.
Αυτή η μέριμνα μας απασχόλησε εδώ. Με κεντρικό ερώτημα ποιές οι προϋποθέσεις ομαλής διεξαγωγής της πολιτικής διαδικασίας και των λειτουργιών διακυβέρνησης. Δηλαδή
(α) της συλλογικής ιεράρχησης των επι μέρους κοινωνικών προτεραιοτήτων,
(β) της διακρίβωσης της τεχνικής εφικτότητας της εφαρμογής τους και
(γ) της βέλτιστης κατανομής των συνολικά διαθέσιμων πόρων,
προκειμένου να διαμορφωθεί τελικά ένα μίγμα εφαρμοσμένης πολιτικής –δηλαδή ένα σύνολο συμμετοχικά επεξεργασμένων, συμφωνημένων και τεκμηριωμένων τομεακών πολιτικών- που να μεγιστοποιεί το συλλογικό όφελος.
Οι λειτουργίες αυτές αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία και καθορίζουν την ποιότητα της δημοκρατίας, και κατ’ επέκταση τον βαθμό ευημερίας, δεδομένης κοινωνίας. Ουσιαστική προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκησή τους  είναι το να αναπτυχθούν τέτοιες μορφές πολιτικής και διακυβέρνησης  που να επιτρέπουν την ομαλή συνύπαρξη αλλά και κάποιους βαθμούς σύνθεσης ή εξισορρόπησης διαφορετικών ιδεών, υπό τον όρο ότι οι ιδέες αυτές εμπεριέχουν ως κοινό τόπο την ίδια την δημοκρατική διαδικασία.

Ως εργαλείο για την διασφάλιση των παραπάνω προϋποθέσεων απαιτούνται οργανισμοί  άσκησης πολιτικής και διακυβέρνησης. Όμως πολιτικοί οργανισμοί κατάλληλοι για τον 21ο αιώνα.
·         Πολιτικοί οργανισμοί που θα διαφέρουν ριζικά από τα κόμματα «συγκεντρωτικού οπορτουνισμού» και πελατειακότητας όπως αυτά που γνωρίσαμε .
·         Πολιτικοί οργανισμοί «δημοκρατικής και συμμετοχικής αποτελεσματικότητας» .
·         Πολιτικοί οργανισμοί που δεν θα περιορίζονται στο γνωστό τρίπτυχο μικροπολιτικής : ατάκες, συνθήματα και συναισθήματα.
·         Πολιτικοί οργανισμοί που θα λειτουργούν προγραμματικά αναλύοντας, τεκμηριώνοντας, και συζητώντας δημόσια συγκεκριμένες –δηλαδή μετρήσιμες, χρονο-προγραμματισμένες και κοστολογημένες- δημόσιες πολιτικές
·         Πολιτικοί οργανισμοί που θα αντιπαρατίθενται μεταξύ τους σε σημεία ουσιαστικών πολιτικών διαφορών και δεν θα  εφευρίσκουν  επικοινωνιακές διαφορές προς χάριν της αντιπαράθεσης.
·         Πολιτικοί οργανισμοί που θα ασκούν προγραμματική και όχι δομική αντιπολίτευση .
·         Πολιτικοί οργανισμοί που θα αξιοποιούν νέες μορφές πολιτικής κινητοποίησης ανοίγοντας διαύλους  προς την νέα γενιά που δυσπιστεί προς το παραδοσιακό «πολιτεύεσθαι»
·         Πολιτικοί οργανισμοί, τέλος, που θα παίζουν διαπαιδαγωγητικό ρόλο προς την κοινωνία καλλιεργώντας αξίες, εισάγοντας αρχές, αποκωδικοποιώντας απλουστεύοντας και καθιστώντας κατανοητές  τις οικονομικές και κοινωνικές πολυπλοκότητες , δίνοντας σαφές ιδεολογικό και προγραμματικό στίγμα και αποφεύγοντας τον πειρασμό της υπέρμετρης πολυσυλλεκτικότητας (ναι σε όλα, τα πάντα στους πάντες) που ακυρώνει την πολιτική.


Ο ρόλος των πολιτικών οργανισμών είναι κομβικός για την ποιότητα της δημοκρατίας και την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης. Αποτελούν το μοναδικό όπλο της κοινωνίας κατά της ανεξέλεγκτης οικονομικής ισχύος και της αυθαιρεσίας. Αποτελούν επίσης το βασικό μέσο διαμόρφωσης του ίδιου του  πολιτικού συστήματος. Αν δεν μπορέσουμε να συγκροτήσουμε  νέες μορφές πολιτικών οργανισμών, νέους τύπους κομμάτων, δεν θα κατορθώσουμε να αλλάξουμε τον τρόπο άσκησης πολιτικής. Θα περιοριστούμε τότε στο να αναπαράγουμε το κακό παρελθόν μας. Εις βάρος του μέλλοντός μας.

--------------------------------------------
* O Θ. Ν. Τσέκος είναι Καθηγητής της Δημόσιας Διοίκησης στο ΤΕΙ Πελοποννήσου   




Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

(ΞΑΝΆ)ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ "ΣΎΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΏΠΗΣ" TOY JURGEN HABERMAS

                                                                                   
                                                                                                            Θεόδωρος Ν. Τσέκος *

  Αν διατρέξει κάποιος σήμερα το περί Συντάγματος της Ευρώπης πόνημα του Habermas (La constitution de l'Europe- Gallimard) θα διαπιστώσει ότι μια εξαετία μετά την δημοσίευσή τους, οι επισημάνσεις του Γερμανού φιλοσόφου για τις «κατασκευαστικές ατέλειες » της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένουν ακριβέστατες και πάντα επίκαιρες.

  Ο Habermas παρατηρεί ότι προκειμένου να  οικοδομηθεί μια υπερεθνική πολιτεία όπως η Ενωμένη Ευρώπη, μια «κοινή οντότητα δημοκρατικής βούλησης" κατά την διατύπωσή του, απαιτούνται πολιτικές «διευρυμένης αλληλεγγύης", δηλαδή πολιτικές αλληλεγγύης μεταξύ κρατών - μελών, πολιτικές αλληλεγγύης που να υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα. Για να προσδιορίσει το ζητούμενο μιας τέτοιας Ευρωπαϊκής Αλληλεγγύης αναφέρεται κατ αναλογία στο ίδιο το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που επιτάσσει στο άρθρο 106 παρ. 3 ως υποχρέωση του Γερμανικού κράτους «την ομογενοποίηση των συνθηκών διαβίωσης» των πολιτών των διαφόρων ομοσπονδιακών κρατιδίων. Είχε αντιληφθεί ασφαλώς ο Γερμανός συνταγματικός νομοθέτης ότι  χωρίς σύγκλιση του επιπέδου ανάπτυξης και του τρόπου ζωής, ομοσπονδιακή ενότητα δεν μπορεί να υπάρξει.

 Ωστόσο, θα προσέθετα, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη συνεπάγεται εκτενείς και βαρύνουσες αναδιανεμητικές πολιτικές . Αναφέρεται ο Habermas σε αυτό μιλώντας για "αναδιανεμητική δικαιοσύνη". Τέτοιες πολιτικές όμως δεν μπορούν να ασκηθούν με Ενωσιακο προϋπολογισμό της τάξεως του 1% του συνολικού ευρωπαϊκού ΑΕΠ, όταν βλέπουμε ότι για να λειτουργήσει ένα (εθνικό) κράτος απαιτεί δραστηριότητες που κινούνται στο 35, 40 έως και το 45% του ΑΕΠ. Η ανάπτυξη τέτοιων ευρωπαϊκών πολιτικών μέσω ενίσχυσης του ενωσιακού προϋπολογισμού παραμένει όμως αδύνατη όσο κυριαρχεί στην Γερμανία, όπως παρατηρεί ο Habermas, ένας νέος εθνικός εγωισμός και μια νέα εθνική υπερηφάνεια που εκπηγάζουν από την οικονομική ευρωστία της, με αποτέλεσμα η γερμανική κυβέρνηση να μετατρέπεται σε "επιταχυντή υποσκαψης της αλληλεγγύης σε ευρωπαϊκό επίπεδο".

 Ακόμα, σημειώνει ο Habermas, η"διακυβερνητική μέθοδος" είναι πλέον αμφιβόλου αξίας διαιωνίζοντας ένα ιστορικό δομικό λάθος αφού οι επεξεργασίες και συμφωνίες επί σημαντικών ζητημάτων σε κλειστές ομάδες τεχνοκρατων και πολιτικών ηγετών των κρατών - μελών είτε είναι αναποτελεσματικές, είτε μη δημοκρατικές. Ή και τα δύο ταυτόχρονα, θα μπορούσα να προσθέσω.

  Συμπερασματικά, έξι χρόνια μετά βλέπουμε τις σκέψεις του Habermas να επαληθεύονται και το Ευρωπαϊκό εγχείρημα να εξακολουθεί να βρίσκεται σε βήμα σημειωτόν. Η ενοποιητική δυναμική του αφηγήματος των Monnet, Schuman και των λοιπών θεμελιωτών της Ενιαίας Ευρώπης εξαντλείται. Η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει κατά βάση συνονθύλευμα εθνικών οικονομιών. Είναι το λιγότερο παράδοξο ο πρωταθλητής της ευρωπαϊκής ενοποίησης Macron να εθνικοποιεί γαλλική βιομηχανία για να μην εξαγοραστεί από Ιταλούς. Η ευρωπαϊκή πολιτική παραμένει ένα συνονθύλευμα εθνικών επιδιώξεων που χρησιμοποιούν την ευρωπαϊκή ιδέα ως (θετικό ή αρνητικό) πρόσχημα.

   Για την υπέρβαση του αδιεξόδου απαιτούνται ριζικές αλλαγές. Ωστόσο για να αναπτυχθεί μια νέα ριζικά διαφορετική δυναμική χρειάζεται να αλλάξουν τρόπο σκέψης οι ιθύνουσες ελίτ στα κράτη μέλη, πρωτίστως τα ισχυρότερα αλλά όχι μόνο, και να προσφερθούν στην κοινή γνώμη και ειδικότερα στα ασθενέστερα στρώματα ευρωπαϊκές πολιτικές που θα διαχειρίζονται αποτελεσματικά και "καθησυχαστικά" τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Απαιτείται οπωσδήποτε εμβάθυνση της κοινής αγοράς. Ιδίως όμως πρέπει να προσφερθούν ισχυρά πακέτα ευρωπαϊκής κοινωνικής και εκπαιδευτικής πολιτικής.

 Φαίνεται όμως ότι, επί του παρόντος, τα πράγματα κινούνται στην τελείως αντίθετη κατεύθυνση.

-----
* Καθηγητής της Δημόσιας Διοίκησης στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών του ΤΕΙ Πελοποννήσου.