Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Ποιο είναι το δραστικό συστατικό των μεταρρυθμίσεων.


του Θεόδωρου Ν. Τσέκου*
Ο κ. Πλάτων Τήνιος , Επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, δημοσίευσε στο Protagon άρθρο περί της εν χρήσει «μεταρρυθμιστικής τεχνολογίας» .
Σ’ αυτό υποστηρίζει ότι το τρέχον μεταρρυθμιστικό μείγμα είναι αναποτελεσματικό διότι είναι παρωχημένο: Στηρίζεται σε «ρόλους και φιλοδοξίες του Κράτους» που αντιστοιχούν στην προ της κρίσης εποχή και που η προσπάθεια διατήρησης τους «οδηγεί με μαθηματική σιγουριά […]σε παραγκωνισμό του ιδιωτικού τομέα».
Άρα το μεταρρυθμιστικό κενό της χώρας μας συζητείται σε όρους αντιπαράθεσης ιδιωτικού – δημόσιου.
Πιστεύω ότι μια τέτοια αντίστιξη, αυτή καθ’ αυτή, συνιστά επίσης μια «προ κρίσης» εννοιολόγηση.
Δραστικό συστατικό της μεταβολής δεν είναι η ιδιωτική πρωτοβουλία. Είναι η καινοτόμος πρωτοβουλία.
Και τέτοια υπάρχει ασφαλώς στο πεδίο της ανταγωνιστικής οικονομίας, υπάρχει όμως –όσο και αν ακούγεται παράξενο- και στον δημόσιο χώρο και μπορεί να υπάρξει και στο έδαφος της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
Παντού ωστόσο η καινοτόμος πρωτοβουλία παραμένει μειοψηφική, συνήθως συντριπτικά μειοψηφική. Μειοψηφική δε ούσα, εύκολα στραγγαλίζεται από τις εν αγαστή σύμπνοια συλλειτουργούσες, παρασιτικές ομάδες του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου.
Και αυτό ακριβώς συνιστά το αναπτυξιακό –κατ’ άλλους το πολιτισμικό- πρόβλημα της χώρας μας.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι όχι να ενισχύεται αλλά να μην εξουδετερώνεται η καινοτόμος πρωτοβουλία, όπου και όταν αυτή «αναφύεται».
Αυτό δεν διασφαλίζεται με προσφυγή στην προστασία του πανίσχυρου κράτους (εδώ ο Π. Τήνιος έχει δίκιο) αλλά μέσα από την δικτύωση των ιδίων των «πρωτοβουλιακώς καινοτομούντων» ανεξαρτήτως πεδίου εμφάνισης και «ιδιοκτησιακού καθεστώτος».
Χρειαζόμαστε καινούργιες success stories και νέους ήρωες. Κοινοί τους παρονομαστές: πρωτοβουλία και αυτενέργεια, φρέσκες ιδέες σε επαφή με το διεθνές περιβάλλον, μικρή κλίμακα και ποιότητα, και τέλος έμφαση στην κοινωνική ταυτότητα και όχι μόνο στο οικονομικό αποτέλεσμα.
* Ο Θ.Ν.Τσέκος είναι Επίκουρος Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης, Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Σχολή Διοίκησης και Οικονομίας, Ανώτατο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Καλαμάτας

Connecting Democracy: Online Consultation and the Flow of Political Communication

Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για την δημόσια διαβούλευση ως εργαλείο άσκησης δημοσίων πολιτικών. Ιδιαίτερη σημασία έχει να αντιληφθούμε τις δημοκρατικές και σχεδιαστικές διαστάσεις της διαβούλευσης και να μην μείνουμε στο διαδικτυακό μέσο (πολύ αποτελεσματικό αλλά μέσο).



Connecting Democracy: Online Consultation and the Flow of Political Communication

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣ

Ευρωπαϊκός προϋπολογισμός που να προσεγγίζει το 7%,  αναπτυξιακή πολιτική με κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους, δημιουργία Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου και Ευρωπαϊκού Οίκου Αξιολόγησης, κοινός ευρωπαϊκός δανεισμός, μικροπιστώσεις και εξασφάλιση δανεισμού για τις ΜΜΕ, πιστώσεις για μικρές καινοτόμες επιχειρήσεις, κοινή ευρωπαϊκή  χωροταξική πολιτική, κοινή ευρωπαϊκή κινωνική πολιτική....

Μερικές από τις προτάσεις πολιτικής που συγκροτούν μιά προοδευτική εκδοχή ευρωπαϊκής ενοποίησης

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ "ΝΑ ΣΩΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ" (Γαλλικά)

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Ελεύθερη πρόσβαση στα δημόσια δεδομένα και πιθανή κερδοσκοπία

Σε 32 δις ευρώ ετησίως ανέρχεται στην ΕΕ , κατ' εκτίμηση πρόσφατης μελέτης, ο τζίρος επιχειρήσεων που αξιοποιούν δημόσια δεδομένα ως "πρώτη ύλη" των υπηρεσιών που παράγουν και εμπορεύονται. Από αυτά οι άμεσοι παραγωγοί της πρωτογενούς αυτής πληροφορίας, δηλαδή οι δημόσιες διοικήσεις των χωρών μελών, δεν εισπράτουν περισσότερα από 2-3 δις. Η μελέτη προτείνει την ελεύθερη πρόσβαση στα στοιχεία αυτά με το σκεπτικό ότι τα πολλαπλασιαστικά οφέλη, αναπτυξιακά και φορολογικά, θα είναι υπέρτερα της όποιας απώλειας εσόδων από την δωρεάν παροχή των δεδομένων.

Καλή η ιδέα, γενικώς. Θα άξιζε όμως να συζητηθούν ένα - δυό επι πλέον σημεία .


Πρώτον, για να αποφανθεί κανείς περί της δημοσιονομικής σκοπιμότητας της δωρεάν παροχής δημόσιων δεδομένων που δεν απευθύνονται στον τελικό χρήστη αλλά επαναχρησιμοποιούνται για εμπορική χρήση, απαιτείται η εκτίμηση της προστιθέμενης αξίας των πρωτογενών δεδομένων στην ανταλλακτική αξία του τελικού προϊόντος.


Αν η παραγωγική συμβολή του "μεταποιητή" των πληροφοριών είναι ένα απλό "πακετάρισμα" και η αξία χρήσης έγκειται στην "πρώτη ύλη" , δηλαδή στην πρωτογενή δημόσια πληροφορία, η κερδοφορία του τελικού παραγωγού προέρχεται από την υπεραξία του ενδιάμεσου παραγωγού, δηλαδή του δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή η δωρεάν παροχή δεδομένων συνιστά δημόσια χρηματοδότηση -ενίσχυση της συγκεκριμένης επιχείρησης ή κλάδου.


Δεύτερον, στις περιπτώσεις που η τελική υπηρεσία απευθύνεται στα άτομα και τα νοικοκυριά, πρόκειται δηλαδή για καταναλωτικό αγαθό, καλό θα ήταν να διερευνηθεί το κατά πόσον με μιά περιορισμένου κόστους περαιτέρω επεξεργασία στην πηγή, από την ίδια δηλαδή την παράγουσα την πληροφορία δημόσια υπηρεσία, ο τελικός χρήστης θα είχε ένα αξιοπρεπές προϊόν χωρίς ιδιαίτερη επιβάρυνση।


Δείτε εδώ την σχετική μελέτη.








Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία: Όλη η δημόσια χρηματοδοτούμενη έρευνα να δημοσιεύεται σε openaccess περιοδικά

Μια κίνηση από συντηρητική μεν κυβέρνηση σε ιδιαίτερα όμως σωστή κατεύθυνση.

Στόχος: Να σταματήσει ο ασφυκτικός εναγκαλισμός και κατ' επέκταση ο στρεβλός προσανατολισμός και ο περιορισμός της διάχυσης των ευρημάτων της επιστημονικής παραγωγής από τις στρατηγικές των εκδοτών.

Η πρόταση με τίτλο "Στρατηγική Καινοτομίας και Έρευνας για την Ανάπτυξη" που παρουσίασαν στις 5 Δεκεμβρίου στο Βρετανικό Κοινοβούλιο ο συντηρητικός David Willetts, Υπουργός για τα Πανεπιστήμια και την Επιστήμη και ο φιλελεύθερος δημοκράτης Vince Cable Υφυπουργός Επιχειρήσεων, Καινοτομίας και Δεξιοτήτων, κινείται γενικώς στην πεπατημένη της σύνδεσης της έρευνας με την παραγωγή και τις επιχειρήσεις.

Κρύβει ωστόσο μιά - δυό ενδιαφέρουσες ιδέες, μία εκ των οποίων συνιστά εξαιρετικά ριζοσπαστική πρόταση.

Προτείνει κατ' αρχή την αξιοποίηση της δαπάνης γιά δημόσιες προμήθειες για την ενίσχυση μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων που δίνουν έμφαση στην τεχνολογία και την καινοτομία.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι εισηγείται την δημοσίευση των αποτελεσμάτων της ρευνας που έχει λάβει δημόσια χρηματοδότηση σε περιοδικά ανοικτής πρόσβασης (open access).

"Μου έκανε εντύπωση', δήλωσε ο Willetts στον Guardian, 'το ότι αναζητώντας ένα επιστημονικό δημοσίευμα προσκρούεις συχνα σε περιορισμούς πρόσβασης έναντι αντιτίμου και υποχρεώνεσαι να πληρώσης ενώ πρόκειται για τα αποτελέσματα έρευνας που έχει γίνει με δημόσια χρηματοδότηση."

Κατά τον Willetts η βρετανική κυβέρνηση δεσμεύεται να θεσπίσει την ελεύθερη πρόσβαση στα αποτελέσματα της δημόσια χρηματοδοτούμενης έρευνας, διασφαλίζοντας ωστόσο ότι η διαδικασία αξιολόγησης του δημοσιεύματος από την επιστημονική κοινότητα (peer review)θα διατηρηθεί ως λειτουργία.

Η πρόταση στο Κοινοβούλιο:


H συνέντευξη Willets στον Guardian: Results of publicly funded research will be open access – science minister | Science | guardian.co.uk


Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

4ο Συνέδριο Διοικητικών Επιστημόνων

To 4ο Συνέδριο Διοικητικών Επιστημόνων με θέμα:

Μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση: Δυνατότητες, Προοπτικές, Αδυναμίες

πραγματοποιείται στην Θεσσαλονίκη στις 1-2 Δεκεμβρίου 2011

Οργανωτές :
• Τo Εργαστήριο Διοικητικών Επιστημών του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών,
• Ο Τομέας Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του Τμήματος Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ,
• Το Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και
• Το Ελληνικό Ινστιτούτο Διοικητικών Επιστημών

Το Συνέδριο θα διεξαχθεί στο Kέντρο Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων του ΑΠΘ, 3ης Σεπτεμβρίου, Πανεπιστημιούπολη, Αμφιθέατρο ΙΙΙ

Το αναλυτικό πρόγραμμα του Συνεδρίου

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

From Government 2.0 to Society 2.0: OUR CHANGING WORLD

Tumin, Zachary and Archon Fung। From Government 2.0 to Society 2.0: Pathways to Engagement, Collaboration and Transformation। Cambridge, Mass: Report for Ash Center for Democratic Governance and Innovation, Harvard Kennedy School, October 2011


Around the world, public services have undergone significant changes over the past 25 years, often based on the introduction of management approaches from business and evolving along the waves of revolution in information and computing technologies, from main frame to PCs to web to networks.Today, the global recession — coupled with changes such as the retirement of the post-World War II generation, the emergence of millennials, new waves of interactive communications technology and low-cost collaboration platforms — is sparking a next wave of citizen engagement, reform of government and the transformation of service. There is great interest, globally, in the power of ideas like collaboration, transparency and participation. Where there is action, it taps the power of networks spanning the boundaries of government, citizens and the private sector to engage all.These collaborations reflect a profound realization that neither government, service providers, nor citizens can often accomplish their purposes without collaboration. In a networked world, the speed of change, the pace of risk and the breadth of opportunity means no one institution, organization or individual can go it alone. Especially now, with governments around the world facing financial crises, joining up and co-producing services with citizens, industry and non-governmental organizations seems essential.Even in flush times, such cross-boundary collaboration is difficult. Old-school legacy arrangements can stop innovation cold. Funding is stovepiped. Information is highly compartmentalized. Computer systems cannot easily operate together. Hierarchies are slow to change. Information assurance and privacy clash with calls for transparency and openness. Shared missions have no one uniquely accountable for outcomes. Even with all the obvious failures of recent years, from 9/11 to Katrina to the global financial crisis, agencies, organizations and units persist in "going it alone."Especially in difficult times, when the "pie" is shrinking, individuals, institutions and societies tend to hunker down to assure their "slice" stays the same. At the level of government, for example, some agencies retreat to statutory core mission. Many managers are more risk-averse than ever. Oversight intensifies, shared mission-vision takes a back seat and investment in innovation dries up. Collaboration is a last resort — to be trotted out only when you’re backed into a corner.Yet evidence suggests, also, that in such times governments around the world may be more prone to reducing barriers to change, and experimenting more. Switching costs have lowered. Digitally enabled collaborations and innovation have blossomed. The technologies of smartphones and tablet, cloud and open platforms make adoptions light, fast and agile. All these moves provide clear evidence that the potentials for gains from new network-enabled collaborations are high.Certainly corporate networks and citizen networks are not waiting — they proliferate. The emergence of a generation of digital natives now makes connectedness a fact of life, and with it, a host of emergent new arrangements and solutions. Government, nongovernment organizations, industry and citizens now can, in theory, tap the power of all to produce wellness, safety, prosperity as never before. There is awareness, eagerness and readiness.JetBlue is among many firms that now monitor Twitter and jump all over negative tweets to fix what's wrong as quickly as possible — even while passengers are still standing in line! Senior executives in industry and government have internal company blogs where they communicate new directions to employees and take comments — right over the heads of managers. The Vice Chairman of the U.S. Joint Chiefs of Staff (a Marine Corps 4-star General) is famous for his blog. Other corporate and government leaders maintain Twitter feeds where they communicate with all — Secretary Costin in Brazil. for example, has 6,000 of her teachers following her. Many cities and towns are now opening discussions directly with constituents around budget priorities and letting them vote on capital budgets — how should $X be spent?






Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Συνέδριο "Θεσμοί της Μεταπολίτευσης. Αποτίμηση μιάς Αντιφατικής Περιόδου"


Τώρα που εν μέσω γενικευμένης κρίσης κλείνει -για πολλοστή φορά- ο "κύκλος της μεταπολίτευσης", η συζήτηση περί της της συγκρότησης και της μετεξέλιξης των μεταπολιτευτικών θεσμών , ο προβληματισμός περί της συνέχειας και της ασυνέχειας στην μορφή και την λειτουργία τους, ο διάλογος περί της αναπαραγωγής και των ρήξεων στην εξέλιξή και την προοπτική τους γίνονται και πάλι επίκαιροι

Το συνέδριο που διοργανώνουν το Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης του ΑΤΕΙ Καλαμάτας και το Κέντρο Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής και Θεσμών του Παντείου Πανεπιστημίου υπό τον τίτλο «Θεσμοί στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης – Αποτίμηση μιας αντιφατικής περιόδου» στο Μεγάλο Αμφιθέατρο του ΑΤΕΙ Καλαμάτας, από την Παρασκευή 4 μέχρι την Κυριακή 6 Νοεμβρίου στοχεύει να συμβάλει σε μιά τέτοια συζήτηση

Συνολικά θα πραγματοποιηθούν δέκα πάνελς στα ακόλουθα θεματικά πεδία :

ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΘΕΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ : ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ ΚΑΙ Α-ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ

Θεσμική συγκρότηση και λειτουργία την περίοδο της Μεταπολίτευσης Τα γενικά χαρακτηριστικά

Πολιτικο-διοικητικές διαστάσεις

Περιπτώσεις

ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΑΝΑΔΙΑΤΑΞΗ : ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Πολιτικοί θεσμοί και Πολιτική Διαμεσολάβηση

Πολιτικοί θεσμοί και Πολιτική Κουλτούρα

Κράτος και Διοίκηση- Διακυβέρνηση και Διοικητικός Εκσυγχρονσμός

Οι Τοπικοί Θεσμοί- Η πολιτικο-διοικητική διάσταση

Οι Τοπικοί Θεσμοί –Αναπτυξιακή διάσταση και πολιτικές

Οι Δημόσιες Πολιτικές


ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΤΩΝ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ


ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ



Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

ΕΝΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΠΑΙΤΕΙ ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ

ΕΝΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΠΑΙΤΕΙ ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ

Θόδωρος Τσέκος


[Ομιλία στην ημερίδα με θέμα : «Πέρα από την Κρίση. Αξιακές και τεχνικές προϋποθέσεις μιας διαφορετικής οικονομίας σε μια διαφορετική κοινωνία» , με διοργανωτή το Κέντρο Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής και Θεσμών του Γενικού Τμήματος Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου την Τρίτη 22/3/11]


Η χώρα μας καλείται να δώσει μια μάχη υπέρβασης μιάς στρεβλής εκδοχής του κυρίαρχου μοντέλου ανάπτυξης για να συγκλίνει σε μιά περισσότερο mainstream εκδοχή του. Ποια είναι όμως αυτή η mainstream εκδοχή ;

1. ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ; Η ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΒΑΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Όποιος κινείται το τελευταίο διάστημα στα ευρωπαϊκά παρασκήνια ή συνομιλεί με εκείνους που κινούνται σ’ αυτά ή έστω παρακολουθεί συστηματικά τα όσα εκείνοι γράφουν σχετικά , μπορεί να επιβεβαιώσει την ακόλουθη παράφραση : « Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την Ευρώπη. Το φάντασμα των BRIC (Brazil, Russia, India, China) και άλλων αναπτυσσόμενων οικονομιών»

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά ; Η απλουστευμένη, αλλά όχι απλουστευτική απάντηση συμπυκνούται σε ένα νέο, ειδικότερο, ερώτημα: Πως οι αρμόδιες Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα κατορθώσουν να παράγουν «τρισδιάστατες LED τηλεοράσεις με ενσωματωμένες λειτουργίες απ’ ευθείας πρόσβασης στο internet, αποθήκευσης / εγγραφής προγραμμάτων, video-on- demand κλπ κλπ κλπ» σε τιμές χαμηλότερες από τις αντίστοιχες κινέζικες, ινδικές, μαλαισιανές, ινδονησιακές και άλλες τέως τριτοκοσμικές οικονομίες.

Μέχρι πρόσφατα το δίλημμα αυτό δεν ετίθετο. Η διεθνής κατανομή εργασίας οδηγούσε την παραγωγή των αγαθών εντάσεως κεφαλαίου (υψηλής τεχνολογίας) στις αναπτυγμένες χώρες και εκείνων εντάσεως εργασίας (χαμηλής τεχνολογίας με έμφαση στο φτηνό εργατικό δυναμικό) στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Σήμερα

  1. οι νέες τεχνολογίες αυτοματισμού της παραγωγής όπου η διαδικαστική τυποποίηση μειώνει την σημασία της εξειδικευμένης εργασίας
  2. οι νέες τεχνολογίες οργάνωσης όπου επιτρέπουν τον εκ του μακρόθεν συντονισμό πολύπλοκων παραγωγικών σχηματισμών (αλλού ο σχεδιασμός, αλλού η παραγωγή, αλλού οι υποστηρικτικές λειτουργίες)
  3. η διευκόλυνση των μεταφορών και των επικοινωνιών

επιτρέπουν την - και , σε συνδυασμό με την τεράστια διαφορά του κόστους εργασίας, ωθούν στην μετεγκατάσταση τεχνολογικά προηγμένων επιχειρήσεων από αναπτυγμένες σε αναπτυσσόμενες χώρες.

Η μετεγκατάσταση παραγωγικών διαδικασιών διαχέει την εμπειρία και την παραγωγική και επιχειρηματική κουλτούρα σε τοπικές υφιστάμενες ή υπό συγκρότηση ελίτ, διαχέει τεχνογνωσία στο τοπικό εργατικό δυναμικό κλπ. Αυτά, σε συνδυασμό με την συντελούμενη πρωτογενή συσσώρευση, δίνουν δυνατότητες επένδυσης, σε επιλεγμένες γεωγραφικές και κοινωνικές νησίδες, με στόχο την υποκατάσταση εισαγομένων αγαθών από εγχωρίως παραγόμενα –και εξαγόμενα- ( όπως συνέβη παλαιότερα στην Ιαπωνία και την Κορέα, και τώρα στην Κίνα, την Ινδία κλπ) , την εκπαίδευση και στον σχεδιασμό καινοτομίας με διευρυνόμενα πεδία τεχνολογικής αριστείας σε πανεπιστήμια των χωρών αυτών, (Οι υποψήφιοι διδάκτορες στην Κίνα πενταπλασιάστηκαν εντός μιάς δεκαετίας ξεπερνώντας τους 245.000 το 2009 και καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση παγκοσμίως αφήνοντας τις ΗΠΑ στην δεύτερη) , την εξαγορά προηγμένων επιχειρήσεων (πχ της ΙΒΜ από την κινέζικη Lenovo κλπ), ενώ ταυτόχρονα διατηρούνται εκτενείς τομείς υστέρησης με χαμηλό επίπεδο κατανάλωσης άρα και αμοιβών, γεννώντας έτσι μεγάλους εφεδρικούς στρατούς υποψήφιων για εργασία στον αναπτυγμένο τομέα που κρατούν χαμηλά τις αμοιβές (επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά το μοντέλο των πρισματικών κοινωνιών [prismatic societies] του Fred Riggs).

Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν σε ρυθμό ενσωμάτωσης υψηλής τεχνολογίας σε αναπτυσσόμενες οικονομίες ταχύτερο από τον ρυθμό αύξησης του κόστους εργασίας.

Ο διεθνής καταμερισμός εργασίας και η τεχνολογική ευελιξία μεταφέρουν συνεπώς τα συγκριτικά πλεονεκτήματα στις πολυάνθρωπες αναπτυσσόμενες χώρες οι οποίες συνδυάζουν ταχύτατη διείσδυση των νέων τεχνολογιών με χαμηλή αύξηση του κόστους εργασίας.

Αυτό ακριβώς συνιστά βραδυφλεγή (όχι και τόσο πλέον) βόμβα στα θεμέλια του αναπτυξιακού μοντέλου της δύσης και ιδιαίτερα της Ευρώπης που μέχρι τώρα απαντούσε στον αυξανόμενο ανταγωνισμό από τις αναπτυσσόμενες χώρες αντιπαραθέτοντας την σημαντική τεχνολογική υπεροχή στο χαμηλό κόστος εργασίας.

Υπάρχουν λοιπόν ισχυρές ενδείξεις ότι το κέντρο αναπτυξιακού βάρους μετακινείται αργά και σταθερά εκτός των αναπτυγμένων χωρών της δύσης, και ειδικότερα εκτός Ευρώπης.

Ποια πολιτική απάντηση δίνεται στο εν λόγω πρόβλημα ;

Οι μεν δυνάμεις της κεντρο-δεξιάς προωθούν μια λύση περιορισμού του κόστους εργασίας (μείωση της αμοιβής του παραγωγικού συντελεστή «εργασία») και της «ενεργού γήρανσης» (επιμήκυνση της εργασιακής ζωής απέναντι σε «νεανικές» αναπτυσσόμενες κοινωνίες). Έτσι όμως υποσκάπτεται το ίδιο το υπόδειγμα ευημερίας και κινδυνεύουν με πολιτική από-νομιμοποίηση οι κοινωνίες που εδράζονται σε αυτό. Στην καλύτερη εκδοχή της η λύση αυτή βασίζεται στην υπόθεση ταχείας αύξησης του επιπέδου ζωής άρα κόστους εργασίας στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Αυτό άλλωστε είναι και το μόνο «αισιόδοξο» μήνυμα της πρόσφατης μελέτης του ΟΟΣΑ. Ωστόσο το μεγάλο ερώτημα είναι το πόσο γρήγορα θα επέλθει η αύξηση αυτή προκειμένου η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης να αποφορτίσει τις εξαγωγικές πιέσεις προς την Δύση του παραγωγικού πλεονάσματος των αναπτυσσόμενων χωρών

Οι δυνάμεις της αριστεράς και της κεντρο- αριστεράς αντιπροτείνουν την κλασική αναδιανομή. Επαρκεί να αντιμετωπίσει τα προαναφερθέντα προβλήματα ; Κατά την άποψή μας όχι. Διότι η αναδιανομή απαντά στο πρόβλημα της δικαιότερης και ίσως παραγωγικότερης κατανομής της πίτας. Όχι όμως στα προβλήματα ορισμού του περιεχομένου της πίτας και του τρόπου παραγωγής της πίτας.

Και τούτο διότι είναι τα εγγενή χαρακτηριστικά του κυρίαρχου υποδείγματος ανάπτυξης που καθιστούν τους κανόνες του ανταγωνισμού μονοδιάστατους και τον εκ μέρους τους επικαθορισμό της έκβασης του ανταγωνισμού, σχεδόν αναπόδραστο.

2. Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

To κυρίαρχο αυτό υπόδειγμα βασίζεται σε ένα αξιακό και συμπεριφορικό πρότυπο που γλαφυρά περιέγραψε η Hannah Arendt στην «Ανθρώπινη κατάσταση» (1958)

«Το ατέρμονο της εργασίας προκαλείται από το απεριόριστο των καταναλωτικών αναγκών. Η διαιώνιση της παραγωγής διασφαλίζεται μόνον όταν τα προϊόντα της παραγωγικής διαδικασίας πάψουν να αποτελούν αντικείμενα χρήσης και μετατραπούν σταδιακά σε αντικείμενα ανάλωσης»

Η Hannah Arendt μιλά για «αφύσικη μεγέθυνση του φυσικού» που συνίσταται

1. στην μετατροπή της χρήσης των αντικειμένων σε ανάλωση αντικειμένων και

2. στην ταυτόχρονη μεταφορά της διαδικασίας αυτής (κατ-ανάλωσης) από τον ιδιωτικό στον δημόσιο χώρο

Η Arendt υπογραμμίζει την αντίθεση ανάμεσα στο χρησιμοποιώ και στο κατ-αναλώνω. Και έχει τεράστια σημασία εδώ η ετοιμολογία του «αναλώνω»:φθείρω, καταστρέφω, εξαφανίζω.

Η ίδια η κυρίαρχη έννοια της προόδου αποτυπώνεται και χρησιμοποιείται στην παραγωγή δημόσιων πολιτικών και την λήψη αποφάσεων με την μορφή της γραμμικής μεγέθυνσης ενώ η ευημερία μετράται μόνο με το εισόδημα (ΑΕΠ και Κατά κεφαλή ΑΕΠ).

Εναλλακτικά υποδείγματα αξιολόγησης της ευημερίας υπάρχουν όπως ο σύνθετος δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ [Human Development Index (HDI) αποτελούμενος (1) από τον Δείκτη Προσδόκιμου Ζωής ( Life Expectancy Index -LEI), (2)। Τον Δείκτη Εκπαίδευσης ( Education IndexEI 2.1 Mean Years of Schooling Index MYSI- 2.2 Expected Years of Schooling Index EYSI) και (3) Δείκτης Εισοδήματος [IncomeIndex]। Bασισμένος κυρίως στην δουλειά του Mahbub ul Haq και του Amartya Sen (αλλά και των Paul Streeten, Frances Stewart, Gustav Ranis, Keith Griffin, Sudhir Anand και Meghnad Desai) o δείκτης αυτός που και ο ίδιος αποτελεί αντικείμενο κριτικών (από τα «αριστερά» δεδομένου ότι δεν περιέχει π.χ. στοιχεία κατανομής του εισοδήματος) χρησιμοποιείται όμως κυρίως ακαδημαϊκά και πολύ λιγότερο για την παραγωγή δημόσιας πολιτικής.

Η απουσία εναλλακτικών.

Το μέγα πρόβλημα είναι ότι την προσήλωση στο υπόδειγμα αυτό φαίνεται να μοιράζονται όλες οι μεγάλες πολιτικές οικογένειες, όλα τα ισχυρά συστήματα αξιών.

Όπως το θέτει ο κοινωνιολόγος Yves Dupont, ειδικός στην Κοινωνιολογία της Διακινδύνευσης:

« [...] Όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς μοιράζονται μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 την ίδια τεχνολογική αισιοδοξία, την ίδια προσήλωση στον προντουκτιβισμό, και τελικά σε μια υποφώσκουσα ανθρωπολογική αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο προορισμός του ανθρώπου είναι η εργασία για την παραγωγή, καθιστώντας έτσι την τεχνολογία βασικό εργαλείο απελευθέρωσης. Τρείς φιγούρες εμφανίζονται σ’ αυτή την προοπτική ως οι κατ’ εξοχήν κοινωνικοί ήρωες: ο επιχειρηματίας ή ο μάνατζερ της βιομηχανίας (φιλελεύθερος προντουκτιβισμός), ο εργάτης (κομμουνιστικός προντουκτιβισμός) και ο επιχειρησιακός σχεδιαστής (σοσιαλ-προντουκτιβισμός κεϋνσιανής έμπνευσης).»

[Yves Dupont, « Pour une socio-anthropologie du risque »]

Η συζήτηση του εάν ο Μαρξ υπήρξε προντουκτιβιστής με την έννοια της εξιδανίκευσης της τεχνολογικής προόδου και της κατανάλωσης έχει ενδιαφέρον αλλά δεν είναι της παρούσης. Η μαρξιανή κριτική της υποκατάστασης των αξιών χρήσης από την παραγωγή εμπορευμάτων (που αναπτύσσει εν συνεχεία εκτενέστερα η Arendt) καθώς και η κριτική περί εκμετάλλευσης της φύσης από την μαζική καπιταλιστική γεωργία συνηγορούν υπέρ μιας δυνητικής κριτικής στάσης του ίδιου του Μάρξ. Οι εποχές όμως ήταν πολύ πρώιμες για να αναδειχθούν ως κυρίαρχες αυτές οι διαστάσεις. Σημασία έχει ότι τόσο ο υπαρκτός σοσιαλισμός όσο και η οικονομία της αγοράς μοιράζονται την ευ-αγγελία του καταναλωτισμού, ανταγωνίζονται στο πεδίο αυτό και ο υπαρκτός υφίσταται την τελική του ήττα στο ίδιο ακριβώς πεδίο.

Ιστορικά υπήρξαν εναλλακτικές προσεγγίσεις σε ποικίλα ιδεολογικά πεδία:

· τμήματα της χριστιανικής κοσμοαντίληψης ( π।χ.Φραγκίσκος της Ασσίζης),

· μέρος των ουτοπικών σοσιαλιστών και των αναρχικών

και πιό πρόσφατα

  • τάσεις του εναλλακτικού κινήματος στις ΗΠΑ

· τάσεις που ανέκυψαν από τον γαλλικό Μάη

· και γέννησαν μαζί και με αρκετά από τα παραπάνω το οικολογικό και εναλλακτικό κίνημα

Οι τάσεις αυτές παραμένουν όμως από μειοψηφικές έως περιθωριακές. Αν και υφίστανται ως μειοψηφικές τάσεις σε όλες σχεδόν τις πολιτικές και αξιακές οικογένειες ( ως προτάσεις ανατροπής –στα αριστερά ή ρομαντικής επιστροφής στην «προτεραία της πτώσης κατάσταση» – στα δεξιά, με άξονα πάντα την λιτή διαβίωση) δεν μπόλιασαν κυρίαρχα την κουλτούρα ούτε της ριζοσπαστικής αριστεράς, ούτε της κυβερνώσας σοσιαλδημοκρατίας, ούτε της κεντρο-δεξιάς και της δεξιάς.

Η αύξηση της παραγωγικότητας και η μέχρι σήμερα αξιοποίησή της.

Ας φύγουμε λίγο από τις αντιλήψεις και τις ιδεολογίες, το εποικοδόμημα, για να δούμε την βάση, τα «πραγματικά περιστατικά».

Τους τελευταίους δύο αιώνες η ανθρώπινη παραγωγικότητα έχει αυξηθεί δραματικά. Πάνω από είκοσι φορές στην Δύση κατά μέσον όρο. Δεκαοκτώ φορές στην Δυτική Ευρώπη. Εικοσιπέντε φορές στις ΗΠΑ και τις λοιπές αγγλοσαξωνικές χώρες (πλην Η.Β.). Τριάντα φορές στην Ιαπωνία.

Πίνακας 1 Κατά κεφαλή ΑΕΠ: Κόσμος και Μείζονες Περιφέρειες, 1500-2001 (σε international dollars του 1990)


1500

1820

1870

1913

1950

1973

2001









Δυτική Ευρώπη

771

1 204

1 960

3 458

4 579

11 416

19 256

Δυτικές Παραφυάδες (Western Offshoots ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία)

400

1 202

2 419

5 233

9 268

16 179

26 943

Ιαπωνία

500

669

737

1 387

1 921

11 434

20 683

Δύση

702

1 109

1 882

3 672

5 649

13 082

22 509

Ασία (Πλην Ιαπωνίας)

572

577

550

658

634

1 226

3 256

Λατινική Αμερική

416

692

681

1 481

2 506

4 504

5 811

Ανατολική Ευρώπη και τ. ΕΣΣΔ

498

686

941

1 558

2 602

5 731

5 038

Αφρική

414

420

500

637

894

1 410

1 489

Λοιπές περιοχές

538

578

606

860

1 091

2 072

3 377

Κόσμος

566

667

875

1 525

2 111

4 091

6 049

Διαπεριφερειακό Spread

1.9:1

2.9:1

4.8:1

8.2:1

14.6:1

13.2:1

18.1:1

Spread Δύσης / Λοιπών περιοχών

1.3:1

1.9:1

3.1:1

4.3:1

5.2:1

6.3:1 6.3.1

6.7:1

Πηγή: Angus Maddison, Measuring and Interpreting World Economic Performance 1500-2001

Σε τι μεταφράστηκε η τεράστια αυτή αύξηση της ανθρώπινης παραγωγικότητας; Σε τρείς βασικές συνιστώσες:

  1. Σε διαρκώς αυξανόμενες νέες καταναλωτικές ανάγκες
  2. Σε προγραμματισμένη απαξίωση των διαρκών καταναλωτικών αγαθών
  3. Σε εκτεταμένα πλεονάσματα παραγωγικότητας αποκρυσταλλωμένα ως αυτονομημένο από την παραγωγή χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο

Η προγραμματισμένη απαξίωση αγαθών

Όπως το θέτει και πάλι η Hanna Arendt «Το ποιό σημαντικό εμπόδιο [ στην ανάπτυξη αυτού του τύπου] είναι οι περιορισμοί που τίθενται από την πεπερασμένη ικανότητα κατανάλωσης του ατόμου […] Το ζήτημα λοιπόν είναι το πώς θα μετατραπεί η ατομική κατανάλωση σε μια απεριόριστη συσσώρευση […] Η λύση μοιάζει αρκετά απλή. Συνίσταται στην αντιμετώπιση όλων των χρηστικών αντικείμενων ως αναλώσιμων έτσι ώστε μια καρέκλα ή ένα τραπέζι να αναλώνεται τόσο γρήγορα όσο ένα φόρεμα και το φόρεμα να φθείρεται τόσο γρήγορα όσο τα τρόφιμα.» (Arendt, The Human Condition σ. 124)

Η προσέγγιση αυτή παραπέμπει στην έννοια της προγραμματισμένης ή ενσωματωμένης απαξίωσης (Planned obsolescencebuild in obsolescence – Όρος που εισήχθη με ένα γνωστό κείμενο του Bernard London το 1932 με τίτλο “Ending the depression through planned obsolescence”). Η απαξίωση αυτή γίνεται προς δύο κατευθύνσεις:

  1. Φθορά και αχρήστευση των φυσικών αντικειμένων (ποικίλες στρατηγικές ώστε το κόστος κτήσης νέου χαμηλότερο από αυτό της επισκευής: κακή ποιότητα υλικών, ανυπαρξία ή υψηλό κόστος ανταλλακτικών, αδυναμία αποσύνδεσης εξαρτημάτων κλπ).
  2. Δημιουργία νέων τεχνολογιών με νέα φυσικά αντικείμενα που δεν συνεργάζονται με τα προηγούμενης τεχνολογίας.

Μελέτη της γαλλικής περιβαλλοντικής οργάνωσης «Les amis de la Terre» δείχνει ότι τα λευκά ηλεκτρικά είδη έχουν πλέον μέσον όρο ζωής 3-6 χρόνια σήμερα αντί για 9-12 χρόνια προ δεκαετίας.

Έτσι τα διαρκή αγαθά μετατρέπονται σε αναλώσιμα και οριζοντιώνεται η καμπύλη οριακής χρησιμότητας αφού η κατανάλωση επιπλέον μονάδων διαρκών καταναλωτικών αγαθών δεν μειώνει την παραγόμενη ωφέλεια εφόσον η ωφέλεια αυτή μηδενίζεται από την απαξίωση της προηγούμενης μονάδας και η διατήρησή της απαιτεί αντίθετα κτήση νέας μονάδας προϊόντος ή διαφορετικά πολλαπλές επαναγορές του ιδίου προϊόντος

Τα χαρακτηριστικά του υποδείγματος σε κρίση

Ας συνοψίσουμε:

Το υφιστάμενο κυρίαρχο μοντέλο ευημερίας και το προκύπτον από αυτό υπόδειγμα ανάπτυξης βασίζονται στις ακόλουθες παραδοχές :

  • Η ευημερία είναι συνάρτηση των υλικών αγαθών που τα νοικοκυριά και τα άτομα κατέχουν και καταναλώνουν

  • Η ανάπτυξη ταυτίζεται με τον διαρκή πολλαπλασιασμό των παραγόμενων υλικών αγαθών, δηλαδή την γραμμική μεγέθυνση του υλικού πλούτου που τίθεται στην διάθεση των (ανεπτυγμένων) κοινωνιών.

  • Οι φυσικοί πόροι οι οποίοι αναλώνονται στην εν γένει παραγωγική διαδικασία (έδαφος, νερό, ικανότητα αφομοίωσης συνεπειών παραγωγικής διαδικασίας –εκπομπές αερίων / απόβλητα) είναι απεριόριστοι, άρα δεν απαιτείται ιδιαίτερη μέριμνα προστασίας, αναπαραγωγής και ενίσχυσής τους.

  • Ο βέλτιστος τρόπος παραγωγής αξιών χρήσης και κάλυψης των κοινωνικών αναγκών είναι ο εμπορευματικός, που προσανατολίζεται από την μεγιστοποιημένη αναπαραγωγή ενός μόνο εκ των παραγωγικών συντελεστών, του κεφαλαίου

Ως συνέπεια των ανωτέρω κυρίαρχων βασικών παραδοχών προκύπτει ένα μοντέλο ευημερίας και ανάπτυξης με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

  • Κυρίαρχη διάσταση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας είναι το καταναλωτικό πρότυπο (life-style) που ακολουθείται. Οι ριζικές ανθρώπινες ανάγκες του είναι και του πράττειν επικαθορίζονται από τις ανάγκες του έχειν (Marx, David Cooper, Agnes Heller)

  • Με την χρήση των τεχνικών του μάρκετινγκ διευρύνονται και διαφοροποιούνται διαρκώς οι καταναλωτικές ανάγκες

  • Οι ανάγκες αυτές καλύπτονται από μη βιώσιμα, ταχέως απαξιούμενα τεχνικά (φθορά) και τεχνολογικά (καινοτομία), αγαθά.

  • Η εξέλιξη αυτή τείνει να εξουδετερώσει την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους

  • Η επιστημονική έρευνα είναι προσανατολισμένη στον σχεδιασμό τέτοιων ακριβώς προϊόντων που ενσωματώνουν σχεδιαστικά (build-in) την γρήγορη (τεχνολογική) απαξίωση και την εξίσου γρήγορη (φυσική) φθορά. Κοινωνικές και περιβαλλοντικές παράμετροι δεν ενσωματώνονται στον σχεδιασμό των προϊόντων και των παραγωγικών διαδικασιών. Το όφελος δεν σταθμίζεται ανθρωποκεντρικά / κοινωνικά και περιβαλλοντικά και η (αποκλειστικά καταναλωτική) αξία χρήσης -επιβαλλόμενη από τεχνικές μάρκετινγκ- θεωρείται δεδομένη. Μόνο η μείωση του κόστους καθοδηγεί την ανάπτυξη των παραγωγικών διαδικασιών. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η Έκθεση Browne για την μεταρρύθμιση της ανώτατης εκπαίδευσης στην Μεγάλη Βρετανία προτείνει την διακοπή δημόσιας χρηματοδότησης στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες (προφανώς ως μη παράγουσες κοινωνικά σημαντικές αξίες χρήσης) και την αποκλειστική χρηματοδότηση των θετικών επιστημών [και της εκμάθησης γλωσσών] ως μόνων παραγωγών κοινωνικά σημαντικών αξιών χρήσης (νέα καταναλωτικά αγαθά, μείωση κόστους)

  • Ως αποτέλεσμα της διαρκώς διευρυνόμενης κατανάλωσης ταχέως απαξιούμενων αγαθών η τεράστια ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας των σύγχρονων συστημάτων παραγωγής (περι τις 25-30 φορές από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, στις αναπτυγμένες κοινωνίες) αντί να μετατραπεί σε ελεύθερο χρόνο μετατρέπεται σε αυξανόμενο καταναλωτισμό.

  • Ο ίδιος ο ελεύθερος χρόνος δεν βιώνεται –καταναλώνεται, μετατρέπεται σε καταναλωτικό αγαθό για το οποίο δαπανάται ένα αυξανόμενο (κατά αντιστοιχία με τον βαθμό ανάπτυξης δεδομένης κοινωνίας) τμήμα του οικογενειακού / ατομικού εισοδήματος (δαπάνες ψυχαγωγίας, αθλητισμού, τουρισμού)

  • Μέσα από την συγκέντρωση των μέσων παραγωγής ήτοι την μεγέθυνση των επιχειρήσεων και την ομογενοποίηση των μεθόδων μάρκετινγκ, τα καταναλωτικά πρότυπα συγκλίνουν. Υπάρχει έντονη από-διαφοροποίηση των αξιών χρήσης, μείωση των εναλλακτικών επιλογών, εξάλειψη των τοπικών ιδιαιτεροτήτων (πόλεις-κλώνοι : το 64% των πόλεων στην Μ. Βρετανία έχουν ή τείνουν στο να έχουν > 50% των καταστημάτων τους από μεγάλες αλυσίδες). Έτσι χάνεται το πλεονέκτημα του τοπικού ενδογενούς δυναμικού και της αξιοποίησής του στην ποσοτική και –κυρίως- ποιοτική ανάπτυξη

  • Η μετατροπή της αυξημένης παραγωγικότητας σε διαρκώς ανανεούμενη / διαφοροποιούμενη κατανάλωση με αποκλειστική μέριμνα την μείωση του κόστους παραγωγής εξανεμίζει τα δυνητικά κοινωνικά οφέλη (ελεύθερος χρόνος, απόλαυση / παιχνίδι, εναρμόνιση επαγγελματικής / προσωπικής ζωής) της τεχνολογικής / παραγωγικής καινοτομίας και γεννά αδιακόπως ανάγκες επέκτασης και εντατικοποίησης της εργασίας. Οδηγούμαστε έτσι στην τυποποίηση / μηχανοποίηση της εργασίας που την αποστερεί από δημιουργικότητα και την χαρά της εργασίας. Δημιουργείται κατ’ αυτόν τον τρόπο μια εσωτερική αντίφαση μεταξύ του ατόμου- καταναλωτή και του ατόμου- παραγωγού: η κάλυψη των διαρκώς αυξανόμενων καταναλωτικών αναγκών ( υποτιθέμενη αύξηση της ευημερίας) γεννά ανάγκη περισσότερης εργασίας η οποία αποστερεί το άτομο από την δυνατότητα και την ευκαιρία απόλαυσης (έμπρακτη μείωση της ευημερίας).

  • Η εμμένουσα οριοθέτηση της συλλογικής ταυτότητας στο εθνικό επίπεδο περιορίζει σε αντίστοιχα γεωγραφικά πλαίσια το αίσθημα αλληλεγγύης άρα και την διάθεση αναδιανομής. Παράγονται έτσι, σε συνδυασμό με την κατά περίπτωση εθνικά κυρίαρχη κοινωνική (παραγωγική / καταναλωτική ) κουλτούρα, σημαντικές ανισορροπίες πλεονασμάτων-ελλειμμάτων μεταξύ εθνικών παραγωγικών / καταναλωτικών συστημάτων.

  • Η αυτονόμηση του χρηματοπιστωτικού τομέα οδηγεί σε κερδοσκοπική /αντίστροφα αναδιανεμητική και αντιπαραγωγική διαχείριση των πλεονασμάτων κοινωνικής παραγωγικότητας με καταστροφικές συνέπειες στην ορθολογική διαχείριση ακόμα και του υφιστάμενου αναπτυξιακού υποδείγματος

  • Η διανομή του παραγόμενου προϊόντος γίνεται κατά βάση εξατομικευμένα με την μορφή εισοδήματος που προκύπτει από τον έλεγχο παραγωγικών συντελεστών. Ειδικά για την εργασία δημιουργείται το παράδοξο η «ανάπτυξη» (τεχνολογική πρόοδος) να μειώνει την ανάγκη για φυσική ανθρωποπροσπάθεια (εργασία) και αυτό να αφήνει χωρίς εισόδημα ομάδες του πληθυσμού που χάνουν ταυτόχρονα την καταναλωτική τους ικανότητα. Αυτό γεννά την ανάγκη του κεφαλαίου –προς διευρυμένη αναπαραγωγή του- να ενισχύει την κατανάλωση όσων εξακολουθούν να διαθέτουν εισόδημα με δημιουργία νέων καταναλωτικών αναγκών και νέων προϊόντων. Έτσι οδηγούμαστε σε ομάδες πληθυσμού υπερ-καταναλωτικές και ομάδες χωρίς εισόδημα και χωρίς κατανάλωση / νεόπτωχες.

  • Τέλος, στην ανάλυση κόστους / ωφέλειας επι της οποίας εδράζονται ο σχεδιασμός των δημοσίων πολιτικών και η λήψη των αποφάσεων δεν συνυπολογίζονται κοινωνικές και περιβαλλοντικές παράμετροι με αποτέλεσμα οι δυνητικές ωφέλειες να μην διασφαλίζονται ενώ τα κόστη να διαχέονται και να επιβαρύνουν την κοινωνία και το περιβάλλον.

  1. ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ

Ένα νέο υπόδειγμα ευημερίας

Απαιτούνται λοιπόν εναλλακτικές. Οι εναλλακτικές αυτές πρέπει να βασίζονται όχι μόνο σε συστήματα αναδιανομής αλλά σε ένα νέο υπόδειγμα ευημερίας και ανάπτυξης με τα ακόλουθα βασικά ανθρωποκεντρικά και βιώσιμα χαρακτηριστικά:

  • Πρόταγμα των ριζικών ανθρώπινων αναγκών ως ισόρροπη σύνθεση αναγκών του είναι, του πράττειν (σχεσιακές ανάγκες) και του έχειν (καταναλωτικές ανάγκες) : περισσότερος ελεύθερος χρόνος, ευκαιρίες δημιουργικής δραστηριότητας. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία πρόσφατων μελετών (Daniel Benjamin, Ori Hefetz, Alex Rees-Jones - Cornell University και Miles Kimball Univ. of Michigan) που δείχνουν 70% προτίμηση σε λιγότερο εισόδημα και περισσότερο ύπνο, 66% λιγότερο εισόδημα και περισσότερες επαφές με φίλους, 40% λιγότερο εισόδημα και μικρότερο χρόνο μετακίνησης για εργασία. Κλασική είναι επίσης η μελέτη του Lord Richard Layard, LSE, που δείχνει ότι πέραν ενός ορίου εισοδήματος ($15.000 ετησίως κατ’ άτομο) η οικονομική ανάπτυξη δεν προσθέτει ικανοποίηση.

  • Αξιοποίηση μέρους της αύξησης της παραγωγικότητας για εξισορρόπηση προσωπικής και εργασιακής ζωής αλλά και εξισορρόπηση παραγωγικότητας και εργασιακής απόλαυσης.

  • Αξιοποίηση μέρους της αύξησης της παραγωγικότητας προς διαμόρφωση ενός καταναλωτικού προτύπου πράσινου και ανθρωποκεντρικού: βιώσιμα και φιλικά προς το περιβάλλον αγαθά τα οποία να ενσωματώνουν το κόστος ποιότητας εργασίας, ποιότητας ζωής και ποιότητας περιβάλλοντος.

  • Στην όποια ανάλυση κόστους / ωφέλειας να ενσωματώνονται ανθρωποκεντρικές / κοινωνικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις οδηγώντας σε προϊόντα που θα είναι ακριβότερα αλλά ποιοτικότερα και των οποίων η χαμηλότερη, συγκριτικά με σήμερα, κατανάλωση θα γεννά ωστόσο μεγαλύτερη ευημερία.

  • Διασφάλιση δημόσιων πόρων για την χρηματοδότηση βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας στην κατεύθυνση σχεδιασμού αγαθών και παραγωγικών διαδικασιών συμβατών με το μοντέλο της ανθρωποκεντρικής (χαμηλό κόστος σε ανθρωποπροσπάθεια, έμφαση στις ριζικές ανάγκες / σχεσιακές αξίες χρήσης [ελεύθερος χρόνος, δημιουργικότητα] ποιότητα εργασίας και ποιότητα ζωής, διαφορετικότητα, συλλογικότητα ) και βιώσιμης / αειφορικής ανάπτυξης (χαμηλού κόστους σε περιβαλλοντικούς πόρους). Αρνητικά ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η έρευνα για την ενέργεια στις ΗΠΑ χρηματοδοτείται σε ποσοστά που φτάνουν σε ορισμένες περιπτώσεις στο 50% (Georgia Tech) ενώ η δημόσια χρηματοδότηση την περίοδο 1993-2006 περιορίστηκε κατά 60% σε σχέση με το 1979 ( Jennifer Washburn, Center for American Progress, Big oil goes to college, www.terra-economica.info, “Les universites vendent-elles leur ame aux petroliers ?”, J. Washburn University Inc. 2005)

  • Διαφορετική, μη κερδοσκοπική και συλλογική διαχείριση των πλεονασμάτων παραγωγικότητας (αποταμιευόμενο κεφάλαιο) που θα διοχετεύονται σε δράσεις ισόρροπης κοινωνικά και γεωγραφικά ανάπτυξης με βάση το νέο πρότυπο ευημερίας

Ένα τέτοιο μοντέλο θα πρέπει να είναι περιεκτικό, να συμπεριλαμβάνει δηλαδή το σύνολο του πληθυσμού και να ελαχιστοποιεί κάθε είδος αποκλεισμού από το δικαίωμα στην εργασία με βάση το φύλο, την ηλικία, την κουλτούρα και κάθε άλλο στοιχείο της προσωπικής και συλλογικής ταυτότητας.

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να είναι αποκεντρωμένο, διαχέοντας την αναπτυξιακή δυναμική και τα οφέλη της στο σύνολο της επικράτειας, αξιοποιώντας τα περιφερειακά και τοπικά συγκριτικά πλεονεκτήματα

Η συζήτηση δεν πρέπει, βέβαια, να εκτραπεί στην κατεύθυνση της "αποανάπτυξης" διότι γεννά έως και φοβικές αντιδράσεις διαφόρων τύπων. (Βλ. ενδεικτικά την κριτική που ασκεί στις "αντικαταναλωτικές" απόψεις από προοδευτική σκοπιά ο Daniel Ben-Ami: Ben-Ami D., 2010, Ferraris for all. In defence of economic progress, Policy Press), αλλά να προσανατολιστεί προς την "διαφορετική ανάπτυξη", ήτοι προς ένα μοντέλο ευημερίας (άρα κατανάλωσης, παραγωγής και ανάπτυξης) βασισμένο στις ριζικές ανάγκες (βλ. σχετικά Agnes Heller κλπ).


Σημαντικοί κρίκοι στο μοντέλο αυτό θα είναι


-Ο (σταδιακός) ριζικός αναπροσανατολισμός (και πάλι μέσα από δίκτυα εναλλακτικής έρευνας που θα συνδέουν πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και εναλλακτική οικονομία) τόσο της βασικής όσο και της εφαρμοσμένης έρευνας στην παραγωγή νέου τύπου αγαθών και υπηρεσιών που θα ανταποκρίνονται σε νέου τύπου αξίες χρήσης, βιώσιμες και ανθρωποκεντρικές πχ:

  • αγαθά που δεν θα απαξιώνονται γρήγορα,
  • προϊόντα χαμηλού κόστους σε απαιτήσεις ενέργειας πρώτων υλών και εργασίας ,
  • προτεραιότητα των υπηρεσιών έναντι των υλικών αγαθών,
  • προτεραιότητα του ελεύθερου χρόνου έναντι της κατανάλωσης

- Η διαφορετική κοστολόγηση της παραγωγής και της διοίκησης με συνυπολογισμό του περιβαλλοντικού και του κοινωνικού κόστους (πχ έμφυλες, γεωγραφικές και πολιτισμικές ανισότητες) στην προοπτική της "ακριβότερης", μη γραμμικής και ποιοτικά / αξιακά σταθμισμένης ανάπτυξης



- Η "ανοδική" δόμηση του δημόσιου χώρου με συγκρότηση των κεντρικών οργάνων από τα τοπικά (πχ το κεντρικό κράτος ως συνομοσπονδία των περιφερειών) με παράλληλη προώθηση του (κλασικού) αιτήματος μείωσης της διαμεσολάβησης / αντιπροσώπευσης υπερ της άμεσης συμμετοχής



- Ο επίσης ριζικός αναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης για την δημιουργία διαφορετικών τεχνικών και κοινωνικών δεξιοτήτων διαχείρισης και προώθησης του νέου τύπου ανάπτυξης και διακυβέρνησης.

Εδώ ως αξιόλογο εργαλείο μπαίνει νομίζω και η Κοινωνική Οικονομία στην διευρυμένη της αντι-κερδοσκοπική εκδοχή. Το πεδίο της Κοινωνικής Οικονομίας μπορεί να αποτελέσει ταυτόχρονα χώρο πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού πειραματισμού (πιλοτικές εφαρμογές) και "εφαρμοσμένης ουτοπίας", όπου θα συγκροτηθούν εναλλακτικές κοινότητες παραγωγών και καταναλωτών. Οι κοινότητες αυτές δεν θα έχουν την μορφή των γεωγραφικά διακριτών και απομονωμένων νησίδων ουτοπίας ( του τύπου "Φαλανστηρίου" του Φουριέ), αλλά την μορφή δικτύων εντός της πραγματικής κοινωνίας -προς επίρρωση και του στίχου του Πώλ Ελυάρ "Il y a un autre monde mais il est dans celui-ci" (Υπάρχει ένας άλλος κόσμος αλλά βρίσκεται μέσα σ' αυτόν εδώ).

Τα δίκτυα αυτά θα διασφαλίζουν άμεσα έναν εναλλακτικό και οικονομικά βιώσιμο τρόπο ζωής για όσους το επιλέξουν, ενώ ταυτόχρονα θα συγκροτούν πολιτικό παράδειγμα που θα διευρύνεται και θα ενισχύεται μέσα από δημόσιες πολιτικές σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, όπου και όταν καθίστανται ευνοϊκοί οι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί

Ποιο μπορεί να είναι το επισπεύδον πολιτικό υποκείμενο;

Ως ιδέες όλα αυτά δεν είναι, βέβαια, πρωτότυπα αλλά είναι, νομίζω, εξαιρετικά επίκαιρα. Υπάρχουν επεξεργασίες αξιόλογες από χρόνια αλλά παρέμεναν, κατ ουσία, ιδεολογικά και πολιτικά περιθωριακές. Δεν μπόλιασαν όσο θα ΄πρεπε, την κουλτούρα ούτε της ριζοσπαστικής, κυρίως, αριστεράς ούτε της κυβερνώσας σοσιαλδημοκρατίας.


Στην τρέχουσα συγκυρία η πολιτική αυτή μπορεί να προωθηθεί από μιά συμμαχία ανάμεσα σε έναν κινηματικό / εναλλακτικό και οικολογικό πόλο εκτός κομμάτων εξουσίας με κριτική λειτουργία και παραγωγή ιδεών (μόλις συνέλθει λίγο η κινηματική αριστερά από την παλαιο-λενινιστική της ρητορεία (επαναστατική πρωτοπορία και όξυνση των αντιφάσεων του καπιταλισμού) και μπορέσει να ανασυντεθεί με την ριζοσπαστική οικολογία) και ένα ρεύμα εναλλακτικής ανάπτυξης μέσα στην σοσιαλδημοκρατία - ως πόλος εφαρμογής. Μεταξύ τους θα υπάρχει ασφαλώς μιά "συγκρουσιακή συμπληρωματικότητα".

Το δικτυακό αυτό πολιτικό υποκείμενο θα περιλαμβάνει μια πανσπερμία κινημάτων βάσης αλλά και τάσεις της σοσιαλδημοκρατίας (προς διευκόλυνση της μετατροπής των προτάσεων αυτών σε δημόσιες πολιτικές) και ενδεχόμενα ένα ή περισσότερους πολιτικούς σχηματισμούς εκτός της σοσιαλδημοκρατίας (στα αριστερά της και όχι μόνο αν συνυπολογίσει κανείς και τον χώρο του πολιτικού φιλελευθερισμού) με ρόλο «κριτικής συνείδησης» ως αντίβαρο στον σοσιαλδημοκρατικό κυβερνητισμό που φθείρει, στρεβλώνει και ενσωματώνει το όποιο ριζοσπαστικό εναλλακτικό σχέδιο. Προφανώς χρειάζεται δουλειά και σε εθνικό επίπεδο αλλά και άμεση μεταφορά της σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα "παράδειγμα", όχι και τόσο νέο αλλά πλέον ώριμο, υπέρβασης της κρίσης της αριστεράς και ταυτόχρονα ανασύνθεσης των maistream και των εξωσυστημικών συνιστωσών της.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

"L'UE devrait enquêter sur l'irrationnalité des agences de notation"


Coulisses de Bruxelles,

vendredi 15 juillet 2011

"L'UE devrait enquêter sur l'irrationnalité des agences de notation"

Haro sur les agences de notation : en dégradant le 6 juillet de trois crans la note de la dette publique portugaise, la classant parmi les investissements « pourris », au même titre que la Grèce, l’agence américaine Moody’s a rallumé l’incendie qui ravage la zone euro depuis janvier 2010, incendie qui menace de s’étendre à l’Italie et à l’Espagne. D’autant que Moody’s considère depuis le 13 juillet que la dette est « spéculative » et que Fitch a le même jour abaissé la note grecque de trois crans, soit la dette la moins bien notée du monde. Refusant de s’arrêter en si bon chemin, les trois grandes agences de notation s’attaquent désormais à la dette américaine considérée jusque-là comme l’investissement le plus sûr au monde en menaçant de lui faire perdre son triple A, la note la plus élevée.

Elles ont manifestement franchi un pas de trop : toutes les autorités publiques, des États à la Banque centrale européenne, en passant par le FMI ou l’OCDE les accusent d’aggraver la crise : « ce n’est pas vrai qu’elles transmettent des informations : elles expriment des jugements entraînant une accélération de tendances déjà à l’œuvre », a ainsi estimé Pier Carlo Padoan, le secrétaire général adjoint de l’OCDE. Viviane Reding, la commissaire européenne chargée de la justice, a même menacé les agences de « démantèlement ». Pour Nicolas Petit, professeur de droit à l’Université de Liège (nicolas.petit@ulg.ac.be), la Commission a les moyens d’agir contre ces agences qui, selon lui, violent le droit européen de la concurrence.


Jean-Claude Trichet, le président de la BCE, et Wolfgang Schäuble, le ministre allemand des Finances, veulent briser « l’oligopole des agences de notation ». Cet oligopole est-il contraire au droit européen de la concurrence ?

R : La structure du marché des agences de notation est clairement oligopolistique puisque trois voire deux opérateurs [Moody’s et Standard & Poor’s, Fitch occupant une place plus marginale, nda] dominent entre 80 et 95 % de ce marché. On pourrait même la qualifier de monopole ou en tout cas de monopoles juxtaposés puisque chacune de ces agences sert la totalité du marché, chaque agence fournissant toutes les institutions financières, ou presque. Mais le droit européen n’interdit pas les oligopoles en tant que tels. Il n’intervient que s’il y a des dysfonctionnements de marché. Par exemple, s’il y a une collusion explicite ou tacite entre les agences pour baisser la note d’un pays. Ou encore, s’il y a un abus de position dominante individuelle ou collective, une notion qui n’est pas clairement définie ce qui permet aux autorités de concurrence de se montrer très créatives.

Le marché fonctionne-t-il normalement ?

Le marché des agences fonctionne essentiellement sur la réputation. C’est la qualité de leurs analyses et la rapidité de leurs notations qui constitue le nerf de la guerre. Or en 2007, avec la crise des subprimes, leur crédibilité a beaucoup souffert puisqu’elles n’ont rien vu venir : de nombreux dérivés de crédits étaient ainsi notés triple A à la veille de leur effondrement. Depuis, la dynamique de marché s’est inversée : les agences, pour rétablir leur réputation, sont devenues assez conservatrices dans leurs prédictions et très dures dans leur notation. Surtout, elles se montrent incroyablement anticipatives, alors que la prédiction, même à court terme, est un exercice périlleux surtout dans des situations d’informations très imparfaites. On est donc passé d’un paradigme à un autre, de la surenchère optimiste à la surenchère pessimiste.

Avec quelles conséquences?

Le problème est que ces dysfonctionnements, on pourrait parler d’erreurs, ne sont pas sanctionnés par le marché comme ils le seraient dans un marché parfaitement concurrentiel : la structure d’oligopole étroit fait que les investisseurs n’ont pas d’autre choix que de s’en remettre aux trois grandes agences.

Or, les décisions des agences fonctionnent comme des prophéties autoréalistarices : les marchés, nerveux, surréagissent, ce qui étrangle les pays dégradés et les pousse davantage chaque jour vers le défaut, ce qui donne raison aux agences… Surtout, dans un scénario, en dégradant la note des États, on pousse des établissements financiers trop exposés à la dette publique de ces pays à essuyer de lourdes pertes. Outre le désavantage concurrentiel qui en résulte, leur viabilité économique pourrait être menacée. De nouveau ressurgit le spectre d’une concentration accrue du secteur bancaire et financier avec la disparition de certaines banques et assurances comme on l’a vu après 2007. On ne peut d’ailleurs pas exclure que des ententes existent entre les agences — qui sont proche des intérêts des banques et des États-Unis — et des établissements financiers peu exposés à la dette souveraine afin de porter préjudice à des institutions très exposées à la dette publique ou plus généralement aux marchés européens… Autrement dit, les agences sont en train de créer, volontairement ou non, un sérieux problème de concurrence sur le marché bancaire.

Il est curieux que les agences notent toujours de la même façon, et ce, à quelques jours d’intervalles.


On observe ce parallélisme de comportement sur les marchés oligopolistiques très concentrés. Cela peut résulter soit d’une entente explicite, mais ce n’est pas l’hypothèse la plus probable, soit d’une dynamique d’alignement : on fait la même chose que son voisin pour éviter de perdre des parts de marché en émettant une prédiction différente, car cela risque de gêner les clients. Le premier qui dégrade a raison.

Pourquoi la Commission européenne n’a-t-elle toujours pas ouvert une enquête ?

C’est une décision très politique qui nécessite un peu de courage, d’autant qu’elle aura des conséquences sur les relations transatlantiques, les agences de notations étant principalement américaines. Mais, comme le droit de la concurrence est une compétence exclusive de l’Union, la Commission peut agir sans demander l’accord des États membres. Elle peut ouvrir une enquête lorsqu’elle soupçonne des restrictions de concurrence sur certains marchés. Or ici, les ingrédients sont a priori réunis : les autorités de concurrence seraient bien inspirées de s’intéresser au comportement irrationnel de l’oligopole des agences de notation.

Pourquoi la Commission reste-t-elle l’arme aux pieds ?

Le fait que les agences puissent occasionner des dysfonctionnements concurrentiels sur le marché n’était pas très clair jusqu’à présent. Mais, depuis quelques semaines, la crise de la zone euro est entrée dans une nouvelle dimension : il devient donc urgent de prendre des mesures de régulation et la politique de concurrence est l’un des moyens de régulation.

Quels types de mesures peut prendre la Commission si elle estime qu’il y a un abus de position dominante ou une entente ?

Elle a les moyens d’imposer des mesures structurelles ou comportementales. Par exemple, une révision des méthodologies employées. Elle peut aussi imposer aux agences de suspendre ou de retarder leurs prédictions lorsque les États sont sous assistance financière, les obliger à reconnaître publiquement leurs erreurs (« shaming »), instaurer des échelles de notation plus large, créer un instrument d’évaluation de la qualité des notations ou, in fine, demander à certaines de ces agences de permettre à de nouveaux entrants de s’installer sur le marché via des désinvestissements et la mise à disposition de leurs informations. La seule limite à ces remèdes, c’est la créativité.