Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαζήση στη σειρά Δημόσια Πολιτική και Θεσμοί (υπό την διεύθυνση των Καθηγητών Α.Γ. Πασσά και Θ.Ν. Τσέκου) το βιβλίο του Απόστολου Παπατόλια, Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Paris X - Nanterre, πρώην Συμβούλου του ΑΣΕΠ και τ. Νομάρχη Μαγνησίας, με τίτλο «Τεχνοκρατία και Δημοκρατία στη Σύγχρονη Διακυβέρνηση».
Το βιβλίο προλογίζει ο Χαρίδημος Κ. Τσούκας, Καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στην Έδρα Columbia Ship Management στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και διακεκριμένος ερευνητής Καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Warwick.
Στο βιβλίο ο Απόστολος Παπατόλιας, χαρακτηρίζοντας την οργάνωση των δημόσιων διοικητικών δομών από της συγκρότησης του κράτους ως πολιτικό ζήτημα και όχι μόνο οργανωτικό-διοικητικό, μελετά τη διάρθρωση των διοικητικών μονάδων και αναλύει, κριτικά, το σκοπό, την στελέχωση και τον βαθμό συμβολής τους στην οργάνωση του κράτους και στη διοίκηση των κυβερνητικών και αποκεντρωμένων θεσμών, εστιάζοντας στα μέσα που αξιοποιούνται για την εκπλήρωση των στόχων τους, κατά τις συνταγματικές επιταγές και τις επιλογές του κοινού νομοθέτη.
Στο βιβλίο, το περιεχόμενο του οποίου διακρίνεται σε τέσσερα μέρη (α. Οι οργανωτικές βάσεις της διακυβέρνησης, β. Οι αξιακές βάσεις της διοίκησης: αξιοκρατία και αποπολιτικοποίηση, γ. Νέες όψεις της επιτελικής διακυβέρνησης, δ. Σύγχρονη διακυβέρνηση μεταξύ ιδεολογίας και επιστήμης), ο Απόστολος Παπατόλιας με παραπομπές στην επιστημονική θεωρητική προσέγγιση και αναφορές στην εφαρμογή των κανόνων διοίκησης και λειτουργίας των οργάνων διοίκησης, διατυπώνει τους όρους και τις προϋποθέσεις για μια προοδευτική διακυβέρνηση, που λαμβάνει υπόψη της τη σχέση κεντρικών και αποκεντρωμένων επιπέδων διοίκησης, αλλά και τη συμμετοχή της κοινωνίας.
Η οργάνωση του κράτους μετεπαναστατικά, όπως και ο Απόστολος Παπατόλιας αναφέρει στο βιβλίο του, είναι εξελικτική. Παρακολουθεί τις συνθήκες κάθε εποχής, αντιλαμβάνεται τις ανάγκες της κοινωνίας και τις δημόσιες πολιτικές που πρέπει να ασκηθούν και να καλύψουν τις ανάγκες αυτές και συστήνει τις αναγκαίες δομές και Υπηρεσίες.
Από της συστάσεώς του το νέο ελληνικό κράτος οργανώνεται κατά Υπουργεία, ώστε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, έναντι των πολιτών αφενός, στο διεθνές περιβάλλον αφετέρου. Οι συνεχείς νομοθετικές μεταβολές για τη συγκρότηση των Υπουργείων από της συστάσεως του νέου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, αναδεικνύουν τη βούληση προσαρμογής στις διαμορφωθείσες κάθε φορά συνθήκες με στόχο, μεταξύ των άλλων, την αντιμετώπιση των ζητημάτων που προκύπτουν εξ αιτίας των συνθηκών αυτών και την αποτελεσματικότητα στη διοίκηση των δημοσίων υποθέσεων.
Παράλληλα, και λαμβάνοντας υπόψη, ότι από το Σύνταγμα η τοπική αυτοδιοίκηση αναγνωρίζεται ως αρχή δημόσιας εξουσίας που θεμελιώνεται στη λαϊκή κυριαρχία και συντρέχει υπέρ αυτής το τεκμήριο αρμοδιότητας για την άσκηση και διαχείριση δημοσίων υποθέσεων σε τοπικό επίπεδο, συγκροτούνται οι δομές των βαθμών της τοπικής αυτοδιοίκησης και καθορίζονται, ενδεικτικά και πέραν, πολλές φορές, της συνταγματικής διάταξης, οι υποθέσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης με εμφανή, ωστόσο, την αναποφασιστικότητα του κοινού νομοθέτη, ως προς τις σχέσεις κεντρικής διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης και ειδικότερα, ως προς το βαθμό του εύρους των αρμοδιοτήτων, της διοικητικής αυτοτέλειας και της οικονομικής και δημοσιονομικής αυτοδυναμίας και, κυρίως, της ανάδειξης των τοπικών Αρχών.
Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η συμμετοχή στα νομοπαρασκευαστικά και εκτελεστικά όργανα της Ένωσης, η χρηματοδότηση προγραμμάτων από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για έργα και υπηρεσίες που εκτελούνται στη χώρα και η υπαγωγή στα όργανα εποπτείας αυτής, συνετέλεσαν στην προσαρμογή της οργάνωσης των Υπηρεσιών της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, με στόχο την ευχερέστερη εφαρμογή των διαδικασιών και αποτελεσματική εκτέλεση των προγραμμάτων και πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ανάδειξη της κυβέρνησης προκύπτει από ένα εκλογικό σύστημα, όπως κάθε φορά ορίζεται από τον κοινό νομοθέτη. Στην Ελλάδα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων(1994, 2018) προβλέπεται από τον κοινό νομοθέτη ένα σύστημα ανάδειξης του βουλευτικού σώματος και επομένως της εκτελεστικής εξουσίας από το οποίο προκύπτουν αυτοδύναμες, μονοκομματικές κυβερνήσεις. Οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις αποτελούν τον στόχο των υποψηφίων κομμάτων για την διακυβέρνηση της χώρας, διότι έχουν την ευχέρεια να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους, υποκείμενα μόνο στον κοινοβουλευτικό ή δικαστικό έλεγχο, όπου αυτό επιτρέπει ο κοινός νομοθέτης. Ωστόσο, η απόλυτος πλειοψηφία κατά τις ψηφοφορίες, καθιστά, συνήθως, αναποτελεσματικό τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, ο δικαστικός δε έλεγχος, αφενός στρέφεται κατά των προσώπων, αφετέρου, στην Ελλάδα τουλάχιστον, αποτελεί μια επίπονη διαδικασία, η οποία είναι χρονοβόρα και, συνήθως, δεν ανακόπτει το κυβερνητικό πρόγραμμα, αλλά τα αποτελέσματα λειτουργούν κατασταλτικά.
Το Σύνταγμα, ακολουθώντας και το παράδειγμα ευρωπαϊκών χωρών, προβλέπει τη συγκρότηση και λειτουργία Ανεξάρτητων Αρχών, παρέχει δε το δικαίωμα στο κοινό νομοθέτη να ρυθμίσει τα ζητήματα λειτουργίας τους. Οι ανεξάρτητες Αρχές, με εγγύηση την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μελών της, κατά το νόμο, αποσκοπούν στη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων και υπηρεσιών των πολιτών, μεταξύ διοίκησης και πολίτη, εφόσον διαπιστωθεί κακοδιοίκηση ή επέμβαση στην ατομική ελευθερία ή δραστηριότητα.
Η επιτυχία των θεσμών που το κράτος προβλέπει είναι άρρηκτα συνδεδεμένη αφενός με τους κανόνες που η πολιτεία θεσπίζει για την εκπλήρωση του σκοπού τους, αφετέρου με τους υπηρετούντες τους θεσμούς και την προσήλωσή τους στους κανόνες, αλλά και στο ρόλο και τον χαρακτήρα του θεσμού στο διοικητικό σύστημα και στην οργάνωση του κράτους.
Ο σχεδιασμός και προγραμματισμός από το πολιτικό προσωπικό σε συνεργασία με το υπηρεσιακό προσωπικό, το οποίο, όπως έχει γίνει δεκτό, εξασφαλίζει τη συνέχεια κάθε δημόσιου οργανισμού, συντελεί στην ανταπόκριση του σκοπού κάθε διοικητικής μονάδας, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του επικεφαλής κάθε διοικητικής μονάδας. Ο προγραμματισμός της κάθε διοικητικής μονάδας, περαιτέρω, εξαρτάται από τις κυβερνητικές πολιτικές, κατά τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης από τις προγραμματικές δηλώσεις κατά την έναρξη της κυβερνητικής περιόδου.
Τα ανωτέρω ζητήματα αποτελούν αντικείμενο μελέτης στο βιβλίο του Απόστολου Παπατόλια, ο οποίος καταλήγει σε κριτήρια, με επιστημονική τεκμηρίωση, για τη συγκρότηση και αποτελεσματικότητα των θεσμών, όπως ενδεικτικά, παρατίθενται στη συνέχεια.
Ο συντονισμός του κυβερνητικού έργου ανήκει, κατά το σύνταγμα, στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης. Κατά τον συγγραφέα «οι ανάγκες της σύγχρονης διακυβέρνησης καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο ο πρωθυπουργός ασκεί τον συντονιστικό-καθοδηγητικό ρόλο που του εμπιστεύεται ο συνταγματικός χάρτης για την λειτουργία του, εν γένει, πολιτικο-διοικητικού συστήματος».
«Η πρωθυπουργοκεντρική παρέκκλιση που παράγει εξ ορισμού αυταρχισμό και αδιαφάνεια, δεν αποτελεί πρωτογενές συνταγματικό φαινόμενο, αλλά συνδέεται με τον υπερσυγκεντρωτικό τρόπο διαχείρισης των εξουσιών του πρωθυπουργού μέσα από ανέλεγκτα κυκλώματα που αναφέρονται αποκλειστικά στον ίδιο».
«Από τις δομικές παθογένειες του πολιτικο-διοικητικού μας συστήματος, πρώτη στη σχετική λίστα είναι η προσωποποιημένη άσκηση της πρωθυπουργικής εξουσίας, όταν ένα συγκεντρωτικό πλαίσιο λειτουργίας, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη οργανωτική ιδεολογία του Κέντρου Διακυβέρνησης, καθιστούν τον πρωθυπουργό ένα παντελώς ανεξέλεγκτο κέντρο εξουσίας, που εξοπλίζεται με ένα πανίσχυρο μεικτό(κομματικό και κυβερνητικό) μηχανισμό άσκησης επιρροής. Αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης μοιραία απολήγει σε μια επιζήμια αίσθηση παντοδυναμίας, απουσίας ορίων και άρνησης θεσμικής αυτοσυγκράτησης».
Στο νέο του βιβλίο «Τεχνοκρατία και Δημοκρατία στη σύγχρονη Διακυβέρνηση», εμβαθύνει στη μελέτη των θεσμών του κράτους, με παραπομπές σε επιστημονικές μελέτες για τη διακυβέρνηση στη σύγχρονη δημοκρατία.
Στο βιβλίο του ο Απόστολος Παπατόλιας παραθέτει βασικές θεωρίες για τις αξιακές βάσεις της δημόσιας διοίκησης και εστιάζει στην αξιοκρατία και αποπολιτικοποίηση ως θεμελιώδεις αρχές και την αναγκαιότητα να υποστηριχθούν στο δημόσιο βίο και τη σφαίρα της κοινωνικής συνεργασίας, προκειμένου να εφαρμοστούν δίκαιες δημόσιες πολιτικές για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Προς επίρρωση της θέσης του αυτής, ο συγγραφέας αναφέρεται στη δικαιοσύνη στις πολιτικές εκπαίδευσης και της ισότητας των ευκαιριών και της στελέχωσης των δημοσίων Υπηρεσιών για να καταλήξει στην «εκδοχή της «αξιοκρατίας» που έχει αποβάλει τον ηγεμονισμό της φιλελεύθερης αγοραίας προσέγγισης και μπορεί να γίνει ηθικοπολιτικά αποδεκτή από όλα τα μέλη μιας κοινωνίας , ώστε να εμπνέει, ως κανονιστικός ορίζοντας τις πρακτικές του νομοθέτη, της διοίκησης και των δικαστηρίων κάθε φορά που τίθεται ζήτημα δίκαιης επιλογής σχετικά με την κατανομή των δημόσιων πόρων ή των δημόσιων θέσεων σε μια εύτακτη κοινωνία».
«Το αίτημα της αποπολιτικοποίησης της δημόσιας διοίκησης εμφανίζεται ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ως πρωταρχικό ζητούμενο του διοικητικού εξορθολογισμού. Ως αποπολιτικοποίηση νοείται η αποτίναξη όλων εκείνων των δυσμενών πολιτικών επιρροών που επιβαρύνουν την ορθολογική λειτουργία της διοίκησης και παρεμποδίζουν την παραγωγή των αναμενόμενων κοινωνικών αποτελεσμάτων». « Η ανάγκη βελτίωσης της παραγωγικότητας της κρατικής μηχανής φέρνει στο προσκήνιο και τις Ανεξάρτητες Αρχές ως εναλλακτική λύση στη γραφειοκρατικοποιημένη διοίκηση»
«Η σχεδόν ομόφωνη αναγνώριση του ΑΣΕΠ ως φορέα αξιολόγησης και επιλογής των διευθυντικών στελεχων της διοίκησης δεν συνδυάζεται πάντοτε με την αποτελεσματική εκπλήρωση της διευρυμένης αποστολής». Σε έκθεση των στελεχών του ΑΣΕΠ που παραπέμπει ο συγγραφέας, μεταξύ των αδυναμιών της δυσλειτουργίας του θεσμού, καταγράφονται, «το θεσμικό πλαίσιο, η ανορθολογική οργάνωση της κεντρικής διοίκησης, ο αποσπασματικός τρόπος προκήρυξης των θέσεων, οι διαφορετικές ταχύτητες που ενισχύονται από την απουσία ουσιαστικής στοχοθεσίας και ο όγκος των διαδικασιών αξιολόγησης», οι οποίες «συντελούν(και) στην αδυναμία του ΑΣΕΠ να εκπληρώσει το ρόλο του».
«Στην κρίσιμη αυτή ωστόσο φάση του θεσμικού μετασχηματισμού της Αρχής η στελέχωσή της από τα αρμόδια συνταγματικά όργανα δεν θα έπρεπε να απηχεί απλώς τη μηχανική εφαρμογή της κομματικής αριθμητικής, με βάση την κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων, αλλά να επιδιώκεται η συμμετοχή προσώπων που διαθέτουν αποδεδειγμένα και το γνωστικό υπόβαθρο και την προσωπικότητα για να εφαρμόσουν με συνέπεια το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της αξιοκρατικής αποπολιτικοποίησης της διοικητικής κορυφής».
Με αφετηρία τις συνεχείς κρίσεις των τελευταίων ετών στην Ελλάδα (οικονομική, υγειονομική, κλιματική), ο συγγραφέας διατυπώνει την άποψη ότι «ο πολλαπλασιασμός των ασύμμετρων απειλών ανανοηματοδοτεί τις έννοιες της δημόσιας ασφάλειας και της κρατικής παρέμβασης». « Η ουσιώδης αλλαγή», κατά τον συγγραφέα, είναι ότι «ο παραδοσιακός παρεμβατισμός στους τομείς της πρόνοιας και της αναδιανομής, σταδιακά μετατοπίζεται στις πολιτικές πρόληψης και διαχείρισης των νέων κινδύνων και των συνεχών κρίσεων». Ο ρόλος του κράτους κατά τη διάρκεια των κρίσεων, λαμβανομένης υπόψη και της παρέμβασης σε διοικητικό και οικονομικό επίπεδο, των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνετέλεσε στο φαινόμενο να εμφανίζεται η διοίκηση «ως ένας μηχανισμός απολύτως υποταγμένος στην πολιτική εξουσία, η οποία σε συνθήκες απόλυτης αυτονομίας αποφασίζει για τις δημόσιες πολιτικές, ενώ αναθέτει στη συνέχεια την εκτέλεσή τους στα διαφορετικά διοικητικά όργανα». Οι νέες συνθήκες και ο νέος ρόλος του κράτους καθιστά αναγκαία τη «νέα οργανωτική ταυτότητα του ύστερου επιτελικού κράτους» και «εκδηλώνεται στη διαρκή μέριμνα να διαχωριστούν και να διαφοροποιηθούν οι στρατηγικές(ή επιτελικές) λειτουργίες του σχεδιασμού, της καθοδήγησης, του ελέγχου και της αξιολόγησης των δημόσιων πολιτικών από τις αμιγώς διοικητικές λειτουργίες της υλοποίησης και της απλής εκτέλεσης ή τεχνικής εφαρμογής των δημόσιων πολιτικών». Διατυπώνεται, με την παραδοχή αυτή, η έννοια της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, που αποτελεί την διάρθρωση της διακυβέρνησης σε κλιμακωτά επίπεδα, που εκκινούν από το υπερεθνικό και το εθνικό, διέρχονται από το περιφερειακό(Ευρωπαϊκή Ένωση) και το επίπεδο των διεθνών ρυθμιστικών οργανισμών(Π.Ο.Ε. , Δ.Ν.Τ.) για να καταλήξουν στο επίπεδο της διηπειρωτικής συνεργασίας Ευρώπης-Αμερικής-Ασίας…..).
Κατά τον συγγραφέα η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης με την ψήφιση του νόμου για την «πολυεπίπεδη διακυβέρνηση», μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα «ελλειμματικό νομοθέτημα», με αδυναμίες οι οποίες μπορεί να κατηγοριοποιηθούν «πρώτον, στην ατελή μεθοδολογία κατανομής των αρμοδιοτήτων(α), δεύτερον στη σύγχυση ηγετικών ρόλων που ενθαρρύνεται κατά την κατανομή αυτή(β), και τρίτον στην επιλογή ενός συγκεντρωτικού προτύπου κατανομής(γ).
Περαιτέρω, ο συγγραφέας υιοθετεί την απόφαση του συλλογικού οργάνου των δήμων της χώρας (ΚΕΔΕ), στην οποία διατυπώνεται η άποψη ότι, η αναβάθμιση του ρόλου και των σχέσεων των δήμων και των περιφερειών στο διοικητικό σύστημα θα επιτευχθεί, εφόσον εισαχθεί στον προβληματισμό για την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των επιπέδων διοίκησης, η έννοια των δημόσιων πολιτικών σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Ο Απόστολος Παπατόλιας κλείνει την εργασία του με ένα κεφάλαιο για τη σύγχρονη διακυβέρνηση και τις θέσεις για την έννοια αυτή μεταξύ της ιδεολογίας και της επιστήμης.
Ο συγγραφέας μελετά την έννοια της προοδευτικής διακυβέρνησης που «παραπέμπει σε μια συγκεκριμένη πολιτική παράδοση (της ευρύτερης πολιτικής οικογένειας της «Αριστεράς»), που σχετίζεται στενά με τις θεωρητικές βάσεις και τις πρακτικές εφαρμογές του «Επιτελικού Κράτους»». Επιχειρώντας μια ιστορική αναδρομή για τη θεμελίωση του όρου της προοδευτικής διακυβέρνησης, ο Απόστολος Παπατόλιας αναφέρεται στη «σχέση Αριστεράς – επιτελικής διακυβέρνησης» που «θεμελιώνεται κατά την πρώτη φάση της Σοσιαλδημοκρατίας στις ιδεολογικές αντιλήψεις του προοδευτικού μεταρρυθμισμού για τον ρόλο του «Κράτους-Στρατηγείου»». Η αντίληψη αυτή «αναδιατάσσεται κατά την φάση της παγκοσμιοποίησης και της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, με τις εναλλακτικές ερμηνείες περί «επιτελικής λειτουργίας» του Κράτους και «συμμετοχικής διοίκησης». Τέλος, εξετάζει την τελική της μορφή «στην «εποχή της διακινδύνευσης», σε μια νέα σύνθεση που συνδυάζει την «τεκμηριωμένη» και «επιτελική» διάσταση της διακυβέρνησης με τις αξιακές και ιδεολογικές προτεραιότητες της «Κοινωνικής Δημοκρατίας»». Κατά τον συγγραφέα «η ιδέα της επιστροφής του κρατικού παρεμβατισμού απέκτησε μεγάλη δημοφιλία στο περιβάλλον της πανδημίας, γεγονός που έγινε ευρέως αντιληπτό ως στροφή στην κεϋνσιανή αντίληψη για τον ενεργό ρόλο του εθνικού κράτους ως εργαλείου τόσο απόκρουσης των κινδύνων, όσο και καθοδήγησης των δράσεων ανάκαμψης».
Κατά τον συγγραφέα, η προοδευτική διακυβέρνηση, λαμβάνοντας υπόψη τις θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για το επιτελικό κράτος, είναι η διακυβέρνηση εκείνη που μπορεί να συνδέσει την επιτελική δραστηριότητα του κράτους με την οργάνωση, σε μακροπρόθεσμη βάση, μιας εταιρικής σχέσης μεταξύ των επιπέδων διοίκησης και συγκεκριμένα μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης, των αποκεντρωμένων φορέων και της κοινωνίας. Η εφαρμογή καινοτόμων θεσμικών και λειτουργικών διευθετήσεων μηχανισμών διαμόρφωσης και λήψης συλλογικών αποφάσεων, συγκροτεί, κατά τον Απόστολο Παπατόλια ένα συνολικό εναλλακτικό υπόδειγμα διακυβέρνησης
Ως συμπέρασμα
Από τα συμπεράσματα του βιβλίου του Απόστολου Παπατόλια είναι σημαντικό να εστιαστούμε στην παρατήρησή του ότι: «Οι «κανονιστικές» ή «ιδεοτυπικές» προδιαγραφές της σύγχρονης διακυβέρνησης προβάλλουν κατά προτεραιότητα ένα ορθολογικό μοντέλο λήψης των αποφάσεων, στο οποίο οι δημόσιες πολιτικές διαθέτουν συγκεκριμένο αξιακό προσανατολισμό, καθορισμένη στρατηγική και προγραμματική θεμελίωση, σαφή στοχοθεσία, επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση, καθώς και ένα οργανωτικό και διαδικαστικό πλαίσιο που διασφαλίζει τον συντονισμό και την ανατροφοδότησή τους ως καταστατικής προϋπόθεσης για την αποτελεσματική εφαρμογή τους. Στο μοντέλο αυτό, ωστόσο, παραμένει σε διαρκή εκκρεμότητα και συνεχή αναδιαπραγμάτευση ο τρόπος με τον οποίο η «δημοκρατική» και «συμμετοχική» διάσταση της διακυβέρνησης συναρθρώνεται με την «αριστοκρατική» και «τεχνοκρατική» ροπή της».
Το βιβλίο του Απόστολου Παπατόλια είναι πολύτιμο όχι μόνο για όσους μελετούν την διοικητική επιστήμη και τους κρατικούς θεσμούς αλλά και για εκείνους που ασκούν δημόσιες πολιτικές σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο. Η εμβριθής και πολυδιάστατη μελέτη των κυβερνητικών και αποκεντρωμένων θεσμών, τόσο από θεωρητική άποψη όσο και από τη σκοπιά της εφαρμογής τους, καθιστούν το βιβλίο του Απόστολου Παπατόλια ένα εξαιρετικά χρήσιμο σύγγραμμα και για τον κάθε ενεργό πολίτη, καθώς τον εξοπλίζει με τα απαραίτητα εργαλεία, προκειμένου να διαμορφώνει άποψη για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας αλλά και για τις ίδιες τις ασκούμενες πολιτικές. Και αυτό είναι ένα ανεκτίμητο γνωστικό και πρακτικό εφόδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου