Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Θ. Τσέκος Διαρθρωτικές Αλλαγές και Διοικητική Μεταρρύθμιση

Διαρθρωτικές Αλλαγές και Διοικητική Μεταρρύθμιση
 
 
Εισήγηση στην ημερίδα με θέμα "Η Ελλάδα από την Κρίση στην Ανάπτυξη"
που
συνδιοργάνωσαν το ΑΤΕΙ Πελοποννήσου και η  Έδρα Jean Monnet του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου  στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Καλαμάτας την Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

https://drive.google.com/file/d/0B0LKgzg1TgFKVWtsajdseFc2OTg/edit?usp=sharing

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

5ο Συνέδριο Διοικητικών Επιστημόνων : Η Διοίκηση στην Μετά το Μνημόνιο Εποχή



 









                                                                                                                                                     
Η Διοίκηση στην Μετά το Μνημόνιο Εποχή  5ο Συνέδριο Διοικητικών Επιστημόνων 
Κομοτηνή 28-30/11/13
Τομέας Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης - Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
& Ελληνικό Ινστιτούτο Διοικητικών Επιστημών

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Εκδήλωση με θέμα "Η Ελλάδα από την Κρίση στην Ανάπτυξη"


Κυριακή 21 Απριλίου 2013

ΚΑΛΥΤΕΡΟ, ΟΧΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ- Θ. Τσέκος



[ Δημοσιευμένο στον Αγγελιοφόρο της Κυριακής, 14-4-2013]

ΚΑΛΥΤΕΡΟ, ΟΧΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ

Θεόδωρος Ν. Τσέκος,
Επίκουρος Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης,
ΑΤΕΙ Καλαμάτας

Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα προσανατολίστηκαν από μία βασική αρχή: την παράκαμψη των συγκροτημένων δομών του Κράτους.
Η τάση αυτή εμφανίστηκε, μετά την κυβερνητική μεταβολή του 1981, ως πολιτική προτεραιότητα ελέγχου του κρατικού μηχανισμού από μία παράταξη επί δεκαετίες αποκλεισμένη από αυτόν. Πραγματώθηκε αρχικά με την κατάργηση των γενικών διευθύνσεων και την υποκατάστασή τους στο σχεδιαστικό και συντονιστικό τους έργο από τα γραφεία των υπουργών μέσω ειδικών συνεργατών και συμβούλων. Στην συνέχεια, υπό το πρόσχημα της ευελιξίας και το δόγμα της αδυναμίας της διοίκησης να παρακολουθήσει και να εξυπηρετήσει  τις αναγκαίες αλλαγές , αλλά κυρίως υπό την ιδεολογική επίδραση των αρχών του Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ που κυριάρχησαν διεθνώς από την δεκαετία του 1980 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 2000,  η τάση αυτή διατηρείται και ενισχύεται. Τόσο στο κεντρικό κράτος όσο και στην τοπική αυτοδιοίκηση οι αρμοδιότητες μετατίθενται προς μια πανσπερμία Νομικών Πρόσωπων δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου.
 Οι τεκμηριωτικές  και σχεδιαστικές λειτουργίες  διολισθαίνουν προς τον ιδιωτικό τομέα μέσω ανάθεσης μελετών και επεξεργασίας προτάσεων πολιτικής σε συμβουλευτικούς οίκους. Οι θέσεις ευθύνης  που καταλαμβάνονται από μετακλητούς επαυξάνονται διαρκώς με τον πολλαπλασιασμό των  θεματικών Γενικών και Ειδικών Γραμματειών. Σημαντικές σχεδιαστικές και επιχειρησιακές αρμοδιότητες συνδεδεμένες με την διαχείριση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων ανατίθενται σε νέες δομές παράπλευρες του κυρίως κορμού της διοίκησης. Όταν δε επιχειρείται η ενίσχυση της σχεδιαστικής ικανότητας  της ίδιας της διοίκησης αυτό γίνεται με τεχνοκρατικές δομές (πχ μονάδες στρατηγικού σχεδιασμού) που τοποθετούνται εκτός ιεραρχίας.  
Οι εν λόγω πρακτικές έχουν σημαντικές αρνητικές συνέπειες. Δημιουργείται διοικητική ασυνέχεια, απίσχναση των εσωτερικών μηχανισμών τεκμηρίωσης,  εξάρτηση από εξωτερική τεχνογνωσία, απάμβλυνση των σχεδιαστικών ικανοτήτων της διοίκησης,  αδράνεια, τέλος, της θεσμικής της μνήμης. Ο κρατικός μηχανισμός όδευσε κατά τον τρόπο αυτό σε μια δραματική υποβάθμιση της ρυθμιστικής και επιχειρησιακής του ικανότητας, υποβάθμιση η οποία δεν καλύφθηκε με τα εκ των ενόντων επιχειρούμενα θεσμικά και λειτουργικά bypass. Προκύπτουν έτσι  αναποτελεσματικές, κακής ποιότητας δημόσιες πολιτικές με χείριστη σχέση κόστους-οφέλους.
Λανθασμένα το πρόβλημα συνδέεται συχνά με την ύπαρξη ενός μεγάλου και σπάταλου κράτους. Σύμφωνα με διεθνή συγκριτικά στοιχεία, μεταξύ άλλων και του ΟΟΣΑ, το ελληνικό Κράτος δεν είναι ούτε ιδιαίτερα μεγάλο ούτε ιδιαίτερα σπάταλο. Είναι όμως αναποτελεσματικό. Και τούτο διότι οι σχεδιαστικές επιχειρησιακές και ελεγκτικές του ικανότητές ουδέποτε αναπτύχθηκαν όπως έπρεπε. Τα προβλήματα δηλαδή δημιουργούνται από ποιοτικά και ποσοτικά ανεπαρκή δημόσια δράση.
Η απάντηση που δίδεται από κάποιες πλευρές είναι περιορισμός του κράτους, δηλαδή περαιτέρω μείωση της δημόσιας δράσης. Πρόκειται για συνταγή λανθασμένη. Αν η επιλογή αυτή θα μπορούσε θεωρητικά να αποδώσει  σε κοινωνικο-οικονομικά περιβάλλοντα που εδράζονται σε μια ισχυρή κοινωνία πολιτών, δεν έχει την παραμικρή πιθανότητα επιτυχίας στην ελληνική πραγματικότητα όπου οι πελατειακές νοοτροπίες και πρακτικές έχουν βαθύτατες ιστορικές ρίζες. Το εγχείρημα διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος δια του υποτιθέμενου αμοιβαίου έλεγχου των ιδιωτικών συμφερόντων θα αποτύγχανε δεδομένου ότι η ατομο-κεντρική κουλτούρα δεν ευνοεί την κοινωνική αυτορρύθμιση. Κάθε απόπειρα προαγωγής του δημοσίου συμφέροντος χωρίς δημόσια δράση, αποκλειστικά και μόνον δια της σφαίρας του ιδιωτικού, θα απέβαινε υπέρ των συγκροτημένων ισχυρών συμφερόντων.
Οι λύσεις συνεπώς θα πρέπει να αναζητηθούν στην κατεύθυνση ενός καλύτερου και όχι ενός μικρότερου κράτους. Καλύτερο κράτος σημαίνει διοικητικός μηχανισμός που είναι σε θέση να προβλέπει, να προλαμβάνει και να διασφαλίζει.  Ο διοικητικός μηχανισμός δεν είναι αποκλειστικά εκτελεστικός. Δεδομένης της υψηλής –και διαρκώς αυξανόμενης- τεχνικότητας στην άσκηση δημοσίων πολιτικών, η διοίκηση παίζει σημαντικότατο ρόλο στην προετοιμασία της λήψης των πολιτικών αποφάσεων αλλά και στην γεωγραφική, χρονική και θεματική προσαρμογή των αποφάσεων αυτών κατά την εφαρμογή τους. Ένα κράτος με χαμηλή διοικητική ικανότητα έχει μειωμένη δυνατότητα παρέμβασης στο κοινωνικο-οικονομικό γίγνεσθαι. Ένα κράτος αδύναμο, όμως, οδηγεί σε μια κοινωνία ανισορροπιών. Έτσι, η αναβάθμιση της διοικητικής ικανότητας συνιστά , ιδιαίτερα εν μέσω κρίσης, στρατηγική επιβίωσης και ανάταξης της χώρας. Απαιτείται συνεπώς ενίσχυση της σχεδιαστικής και επιχειρησιακής ικανότητας του κυρίως κορμού των διοικητικών μηχανισμών σε όλη την έκταση της δημόσιας δράσης, από τα υπουργεία ως την αυτοδιοίκηση.
Ο δραστικός περιορισμός των νομικών προσώπων και η επαναφορά των δραστηριοτήτων τους εντός του κορμού της διοίκησης, με πρόβλεψη ειδικών ευελιξιών όπου αυτό απαιτείται, η σταθερή ιεραρχία, ο εξ ίσου δραστικός περιορισμός των μετακλητών σε όλα τα επίπεδα, αλλά και η ποσοτική και ποιοτική στοχοθεσία με βάση δείκτες απόδοσης  και η συστηματική αξιολόγησή των υπηρεσιών και των ανωτάτων και ανωτέρων στελεχών τους με βάση το βαθμό επίτευξης στόχων, μπορούν να συμβάλουν στην παραπάνω κατεύθυνση.