Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

"Τι είναι η Κλασσική Αριστερή ατζέντα; Ανάπτυξη με οικονομική και πολιτική ισότητα." του Μπράνκο Μιλάνοβιτς

 [Ο Σερβικής καταγωγής Καθηγητής του City University of New York και τ. Επικεφαλής οικονομολόγος του ερευνητικού τμήματος της Παγκόσμιας Τράπεζας υπενθυμίζει ότι η 'ταυτοτική' και 'δικαιωματιστική' αριστερά αφήνοντας σε μεγάλο βαθμό έξω από τον προβληματισμό της την σφαίρα του οικονομικού απεμπολεί την ουσία του ιστορικού της ρόλου.

Το ίδιο ισχύει και για μερίδα της "πράσινης αριστεράς" που τοποθετείται απέναντι στην ίδια την έννοια της περαιτέρω οικονομικής μεγέθυνσης μιλώντας για "αποανάπτυξη".Ασκεί τέλος κριτική στην αντίληψη, που αφορά κυρίως το Δημοκρατικό κόμμα, περί "εξαγωγής της δημοκρατίας" μέσω κρατικής πολιτικής και στρατιωτικής επιρροής.

Η πολύπλευρη αυτή κριτική τον οδηγεί στην "επανα-ανακάλυψη" και αναδιατύπωση μερικών σταθερών αξιών της κλασσικής προοδευτικής πολιτικής, της "παλιάς καλής σκέψης" της (δημοκρατικής και σοσιαλιστικής) αριστεράς.

Όλα τα παραπάνω είναι τμήματα μιας ευρύτερης συζήτησης που διεξάγεται κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά αφορά και την Ευρώπη. 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο blog του 'Global inequality and More 3.0' στις 7/9/22]

 
" Είχα μια συζήτηση με τους Alex Hochuli και Philip Cunliffe οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτό που έχω αποκαλέσει “κλασσική αριστερά” [*] και νομίζω ότι ίσως είναι χρήσιμο να τα ξαναγράψω για αυτήν ελπίζοντας να δείξω ότι τα χαρακτηριστικά της μπορούν εύκολα να γίνουν εφαρμόσιμες πολιτικές και δεν είναι απλώς ένα σύνολο ωραίων ιδεών.
[ * Ο Μιλάνοβιτς χρησιμοποιεί τον όρο “paleo-left”. Άν και ελληνικής ρίζας η απόδοσή της ως ”παλαιο-αριστερά”, έχοντας μάλλον αρνητική χροιά, δεν θα απέδιδε το πνεύμα του συγγραφέα]
 
Η κλασσική αριστερά, κατά τη γνώμη μου, ορίζεται από τέσσερις βασικούς άξονες: είναι υπέρ της ανάπτυξης, υπέρ της ισότητας, υπέρ της ελευθερίας του λόγου και του συνεταιρίζεσθαι και υπερ της διεθνούς ισότητας. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω το καθένα από αυτά.
 
Όντας κάποιος υπέρ της ανάπτυξης σημαίνει ότι αναγνωρίζει πως το εισόδημα και ο πλούτος είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανθρώπινη αυτοπραγμάτωση και ελευθερία. Δεν μπορούμε να επιτύχουμε τις πλήρεις δυνατότητές μας, ούτε να απολαύσουμε άλλες μη βιοποριστικές δραστηριότητες αν δεν έχουμε αρκετό εισόδημα για να μην ανησυχούμε πού θα βρεθει το επόμενο γεύμα μας ή πού θα κοιμηθούμε το επόμενο βράδυ. 
 
Η κλασσική αριστερά είναι ενάντια στη συνεχή υποβάθμιση της σημασίας της ανάπτυξης γιατί αναγνωρίζει ότι για έναν απλό άνθρωπο μόνο οι βελτιωμένες υλικές συνθήκες ζωής ανοίγουν το «βασίλειο της ελευθερίας»: δεν θέλουμε νοικοκυριά όπου οι μητέρες πρέπει να πλένουν ρούχα στο κοντινό ποτάμι ή στην μπανιέρα. Θέλουμε νοικοκυριά με πλυντήρια. (Φυσικά, για άτομα που έχουν ήδη πλυντήρια ρούχων, αυτό μπορεί να φαίνεται σαν μια ασήμαντη απαίτηση. Αλλά για τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό που δεν έχει, δεν είναι καθόλου ασήμαντο.)
 
Ωστόσο μια ανάπτυξη-αυτοσκοπός χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ποιος ωφελείται από αυτήν δεν είναι ούτε ηθικά αποδεκτή ούτε πολιτικά βιώσιμη. Εδώ έρχεται η δεύτερη παράμετρος: η οικονομική ισότητα. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι τυφλή, ούτε μπορεί να είναι τέτοια ώστε το μεγαλύτερο μέρος της, όπως στις ΗΠΑ την περίοδο 1986-2007, να ιδιοποιείται από τους πλούσιους. Η ανάπτυξη πρέπει να αποβαίνει υπέρ των φτωχών, πράγμα που σημαίνει ότι τα εισοδήματα των κατώτερων ομάδων πρέπει να αυξάνονται, σε ποσοστιαία βάση, τουλάχιστον όσο τα εισοδήματα των πλουσιότερων ομάδων. 
 
Πώς θα το πετύχουμε αυτό; Όχι μόνο μέσω της άμεσης ή έμμεσης φορολογίας των δραστηριοτήτων αλλά και των αγαθών πολυτελείας που καταναλώνουν οι πλούσιοι (ο τελευταίος είναι ένας πόρος που, κατά τη γνώμη μου, δεν αξιοποιείται όσο θα έπρεπε). Μπορεί επίσης να επιτευχθεί και μέσω υψηλών φόρων κληρονομιάς που θα εξασφάλιζαν σε όλους εύλογα ισότιμη θέση εκκίνησης ανεξαρτήτως γονικού πλούτου, με σχεδόν ή πλήρως δωρεάν δημόσια εκπαίδευση και δημόσια υγεία και με ειδική στήριξη στους νέους, για την εξεύρεση της πρώτης τους εργασίας. Οι νέοι σήμερα στις ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες αποτελούν μια ομάδα που χρειάζεται αντίστοιχη στήριξη με αυτην που κατάφεραν να διασφαλίσουν πολιτικά οι νέοι άνθρωποι, που είναι σήμερα ηλικιωμένοι, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970.
 
Η μείωση των ανισοτήτων εισοδήματος και πλούτου είναι ταυτόχρονα στόχος και εργαλείο για την επίτευξη κάτι άλλου: της σχετικής πολιτικής ισότητας. Αυτή η ισότητα υπονομεύεται στις σημερινές προηγμένες κοινωνίες, όχι, όπως υποστηρίζεται, από έναν -ανεπαρκώς οριζόμενο- «λαϊκισμό», αλλά από έναν τελειως αντίστροφο κίνδυνο: αυτόν της πλουτοκρατίας. Το ότι οι πλούσιοι χρηματοδοτούν τις εκστρατείες των πολιτικών (γεγονός που συνιστά απλώς μια ελαφρά μορφή δωροδοκίας) και ελέγχουν τα περισσότερα από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, υποσκάπτει την πολιτική ισότητα.
 
Η κλασσική αριστερά θα έπρεπε, κατά την άποψή μου, να αποφεύγει όρους τους οποίους ο νεοφιλελεύθερος λόγος έχει δεσμεύσει και έχει καταστήσει χωρίς νόημα, όπως ο όρος «δημοκρατία». Πρέπει να αποδεχτούμε ότι ο όρος «δημοκρατία» έχει δεσμευθεί από τη νεοφιλελεύθερη πλουτοκρατία με τον ίδιο τρόπο που ο όρος «λαός» ιδιοποιήθηκε από τα κομμουνιστικά καθεστώτα στην Ανατολική Ευρώπη. Και οι δύο όροι χρησιμοποιούνται για να καλύψουν μιά διαφορετική πραγματικότητα.
 
Αντίθετα, η κλασσική αριστερά θα πρέπει να επικεντρωθεί σε κάτι πολύ πιο πραγματικό και μετρήσιμο: την σχετική πολιτική ισότητα. Η επίτευξή της συνεπάγεται δημόσια χρηματοδότηση των πολιτικών εκστρατειών, όρια (ή απαγορεύσεις) στον έλεγχο των μέσων μαζικής ενημέρωσης από τους πλούσιους (πχ όχι ιδιοκτησία της «Washington Post» από τον Τζεφ Μπέζος) και ισότιμη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία που σημαίνει διευκόλυνση συμμετοχής στις εκλογές για τους σκληρά εργαζόμενους. Οι εκλογές στις ΗΠΑ έχουν προγραμματιστεί σκόπιμα σε εργάσιμη ημέρα και δεν αποτελεί έκπληξη, ούτε διαφήμιση για τη «δημοκρατία», το γεγονός ότι ακόμη και στις πιο σημαντικές εκλογές το μισό του εκλογικού σώματος απλώς δεν συμμετέχει.
 
Η κλασσική αριστερά αναγνωρίζει επίσης ότι οι ελευθερίες του λόγου και του συνεταιρίζεσθαι καθίστανται σε μεγάλο βαθμό άνευ νοήματος εφόσον δεν διασφαλίζεται ένας ελάχιστος βαθμός πολιτικής ισότητας. Άτομα με μικρή ή και μηδενική ισχύ μπορούν να περνούν ώρες και μέρες στο Twitter, αλλά θα έχουν μηδενική πολιτική επιρροή σε σύγκριση με καλά αμειβόμενα και οργανωμένα think-tanks και άλλους θεσμούς που στόχος τους είναι να επηρεάσουν άμεσα την πολιτική. Είναι σε αυτόν τον τομέα που μια αόριστη χρήση του όρου «δημοκρατία» στην πραγματικότητα κρύβει τεράστια ανισότητα στην πρόσβαση στην πολιτική εξουσία.
 
Ο τελευταίος άξονας είναι ο διεθνισμός. Αυτό είναι, φυσικά, ένα παλιό αριστερό σύνθημα αλλά δεν πρέπει να θεωρηθεί ως κάτι που απλώς προσκολλάται στην υπόλοιπη εγχώρια ατζέντα. Αποτελεί συστατικό μέρος μιας συνολικής ατζέντας. Η κλασσική αριστερά αποδέχεται ότι διαφορετικές χώρες και πολιτισμοί μπορεί να έχουν διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους επιλέγουν τις κυβερνήσεις τους ή με τους οποίους ορίζουν την πολιτική νομιμότητα. Η κλασσική αριστερά δεν είναι ιδεολογικά ηγεμονική. 
 
Η κλασσική αριστερά μπορεί (και πρέπει) να πιστεύει ότι η δική της προσέγγιση είναι η καλύτερη, και είναι σωστό να την υποστηρίζει, αλλά το επιχείρημα πρέπει να παραμένει πάντα στο επίπεδο των ιδεών : πρέπει να αποφεύγονται οι χονδροειδείς παρεμβάσεις στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών και προφανώς δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιεί βία. 
 
Η κλασσική αριστερά πρέπει τέλος να απαλλαγεί από τη βλαβερή ιδέα μιας «φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης», η οποία είτε δεν έχει νόημα (καθώς αλλάζει ανάλογα με το τι είναι πολιτικά βολικό για τους υποστηρικτές της) είτε είναι μια καθαρή πρόσκληση για τη διεξαγωγή πολέμων. Πρέπει να αντικατασταθεί από τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου όπως ορίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη και από άλλους θεσμούς που περιλαμβάνουν όλους τους λαούς. 
 
Η διάδοση των ιδεών της αριστεράς πρέπει να γίνεται αποκλειστικά και μόνο με μη βίαια μέσα και με σεβασμό σε άλλους πολιτισμούς και κράτη, και χωρίς κανενός είδους εξαναγκασμό.
Υπάρχουν πολλά άλλα ζητήματα που δεν μπορούν να καλυφθούν άμεσα από αυτούς τους απλούς κανόνες. Αφορούν τη μετανάστευση, την ισότητα των φύλων και των φυλών, τις σχέσεις μεταξύ εκκλησίας και κράτους κ.λπ. αλλά μπορούν, πιστεύω, να συναχθούν σχετικά εύκολα από αυτές τις τέσσερις γενικές αρχές ".