Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Ημερίδα: Κρίση, Αυτοδιοίκηση και Εναλλακτικές Μορφές Ανάπτυξης



Π Ρ Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α

Παρασκευή 27 Μαϊου 2011

Κεντρικό Αμφιθέατρο Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας & Πρόνοιας

Α.Τ.Ε.Ι. Καλαμάτας

Οικονομική Κρίση: Τοπική Αυτοδιοίκηση και Εναλλακτικές Μορφές Ανάπτυξης

Συνδιοργάνωση: Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α.Τ.Ε.Ι. Καλαμάτας & 11ο Περιφερειακό Τμήμα Νοτιοανατολικής Πελοποννήσου Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας

Συντονισμός: Στέφανος Γιακουμάτος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Προϊστάμενος

του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α.Τ.Ε.Ι. Καλαμάτας

17:00-17:30 Χαιρετισμοί από τη Διοίκηση του Α.Τ.Ε.Ι. Καλαμάτας

Χαιρετισμός από τον Νικόλαο Τσίτα, Πρόεδρο του Περιφερειακού Τμήματος Νοτιοανατολικής Πελοποννήσου Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας

17:30-17:50 «Οικονομική κρίση: Οι Συνέπειες στην Περιφέρεια Πελοποννήσου»,

Διονύσης Θωμάς, Αντιπρόεδρος Περιφερειακού Τμήματος

Νοτιοανατολικής Πελοποννήσου Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας,

Οικονομολόγος και Επιστημονικός Συνεργάτης του Τμήματος Τοπικής

Αυτοδιοίκησης Α.Τ.Ε.Ι. Καλαμάτας

17:50-18:10 «Τοπική Αυτοδιοίκηση και Τοπική Ανάπτυξη»,

Ιωάννης Μπουλές, Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α.Τ.Ε.Ι.

Καλαμάτας, Δήμαρχος Ναυπάκτου

18:10-18:30 «Πολιτικές Απασχόλησης σε Τοπικό Επίπεδο»,

Άννα Ωρολογά, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Παρατηρητηρίου

Απασχόλησης Ερευνητικής - Πληροφορικής

18:30-18:50 Διάλειμμα

18:50-19:10 «Για ένα Διαφορετικό Μοντέλο Ευημερίας και Ανάπτυξης»,

Θόδωρος Τσέκος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Τοπικής

Αυτοδιοίκησης Α.Τ.Ε.Ι. Καλαμάτας, Γενικός Γραμματέας Κοινοτικών

και Άλλων Πόρων Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης

19:10-19:30 «Η Διέξοδος από την Κρίση και τις Αιτίες της»,

Ιωάννης Δραγασάκης,

Οικονομολόγος, τ. Υπουργός και Βουλευτής

19:30-20:30 Τοποθετήσεις Συμμετεχόντων - Συζήτηση

20:30 Θα ακολουθήσει εκδήλωση από ομάδα σπουδαστών του Α.Τ.Ε.Ι. Καλαμάτας

Πέμπτη 12 Μαΐου 2011

Ενώπιον των κρίσεων: ελλείπουν τα χρειώδη* (*μέσα ανάλυσης)

Εκ των μεγαλυτέρων προβλημάτων των κοινωνικών (και όχι μόνο) αναλυτών είναι η -σχεδόν φυσικά αναπτυσσόμενη- δουλεία απέναντι στο ερμηνευτικό σχήμα.

Για να διατηρήσουμε ικανότητα πρόβλεψης και επίδρασης επί της πραγματικότητας, πρέπει η αντίληψή μας γι’ αυτήν να συγκλίνει προς αυτήν. Δυστυχώς για να αλλάξει η ανθρώπινη αντίληψη για την πραγματικότητα χρειάζεται, συνήθως, την επίδραση της ήδη μεταβληθείσας πραγματικότητας.

Άρα η πραγματικότητα μεταβάλλεται κατ’ αρχή ταχύτερα από ότι η ανθρώπινη αντίληψη περί αυτήν. Παράλληλα νοητικές και ψυχολογικές αδράνειες αλλά και καθεστηκυίες (μικρο-) εξουσίες επιτείνουν την προσκόλληση στα υφιστάμενα σχήματα ερμηνείας.

Αυτό που προκύπτει είναι μια αμηχανία μπροστά σε μιά διαφοροποιημένη πραγματικότητα την οποία επιχειρούμε προκρούστεια να προσαρμόσουμε στο ερμηνευτικό μας παράθυρο.

Συνήθως η αμηχανία αυτή ξεπερνιέται με ένα λογικό τέχνασμα: αυτό του κυρίαρχα καθοριστικού παράγοντα ή της κυρίαρχης αντίθεσης. Δεν αμφισβητείται η πολυπλοκότητα της πραγματικότητας αλλά μία εκ των μεταβλητών της (αυτή που διευκολύνει τον δεδομένο τρόπο σκέψης) αναγορεύεται σε επικαθορίζουσα – έστω σε τελική ανάλυση -τις υπόλοιπες.

Δεν ισχυρίζομαι εδώ ότι παράγοντες βαρύνουσας σημασίας γενικώς δεν υφίστανται. Παρατηρώ όμως ότι με την συχνά «αυτονόητη» και γενικευτική χρήση τους τείνουν να υποβαθμίζονται οι λοιπές παράμετροι και να αγνοούνται σημαντικότατες διαδράσεις και επιπτώσεις στο όποιο πεδίο. Υπεραπλουστεύεται δηλαδή η πολυπλοκότητα με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η ουσιαστική κατανόηση και διαχείριση της δεδομένης προβληματικής κατάστασης.

Αφορμή για τις σκέψεις αυτές απετέλεσαν δύο πρόσφατα κείμενα.

Στο πρώτο ο γάλλος μαρξιστής φιλόσοφος Alain Badiou απαντά στον ομοεθνή και ομότεχνό του Jean-Luc Nancy ο οποίος έλαβε δημόσια θέση υπέρ της επέμβασης στην Λιβύη. Για τον Badiou είναι «αυταπόδεικτο» (“self-evident”) ότι η επέμβαση αυτή επιτρέπει στους «μείζονες σφαγείς της σύγχρονης ανθρωπότητας » (“the major butchers of contemporary humanity”) την προνομιακή είσοδο σε ένα σκηνικό από το οποίο μέχρι τώρα ήταν αποκλεισμένοι. To σκηνικό αυτό σίγουρα περιλαμβάνει έναν ήσσονος σημασίας σφαγέα, ενδεχομένως αντιθέσεις φυλών, ενδο-ατλαντικούς διαγκωνισμούς, αλλά όλα αυτά χάνονται στο βάθος του πεδίου σκιασμένα από τον κυρίαρχο παράγοντα, τον αρνητικό πόλο της βασικής αντίθεσης.

Στο δεύτερο κείμενο ο καθηγητής της φιλοσοφίας των επιστημών του ΕΜΠ Αριστείδης Μπαλτάς επιχειρεί μια -συστηματική και ενδελεχή- σύνοψη των αιτίων της τρέχουσας διεθνούς και ελλαδικής κρίσης. Εστιάζει ωστόσο μια εκ των επισημάνσεών του στο ότι τα ΜΜΕ «και ιδιαίτερα τα ‘δελτία των 8’ και οι ‘ενημερωτικές εκπομπές’» επιστρατεύονται προκειμένου «να καλλιεργήσουν την ‘ιδέα’ της κοινής ενοχής» (για την κρίση). Δέχεται όμως ότι «Το προηγούμενο καθεστώς συσσώρευσης στήριζε κοινωνικές συμμαχίες. Ο αχαλίνωτος δανεισμός επέτρεπε σε σχετικά μεγάλες μερίδες μεσοστρωμάτων να μετέχουν σε μια μορφή επισφαλούς ευημερίας και να εδράζουν κοινωνικά την πολιτική του κεφαλαίου». Άρα ανιχνεύεται κάποια μορφή αμοιβαίου οφέλους ως αντικειμενική βάση μιάς τέτοιας κοινωνικής συμμαχίας μεταξύ «κεφαλαίου» και «μεσοστρωμάτων». Στην αντικειμενική αυτή βάση θα μπορούσε επίσης να προστεθεί ένα κοινό ή έστω ομόλογα προσανατολισμένο υπόδειγμα ευημερίας με άξονα τον άκρατο καταναλωτισμό. Παρ’ όλα αυτά οι όποιες τέτοιου τύπου συνάφειες σκιάζονται και πάλι από την δομική αντίθεση (κεφαλαίου-εργασίας) και ταξινομούνται εν τέλει ως «ιδεολογική παραζάλη».

Τα χρειώδη μέσα για την κατανόηση και αποτελεσματικότερη διαχείριση των πάσης φύσεως προβληματικών (και όχι μόνο) καταστάσεων περιλαμβάνουν πρωτίστως: συνθετότερη ανάλυση με λεπτομερή καταγραφή και τεκμηριωμένη ιεράρχηση στις δεδομένες συνθήκες των παραγόντων που αλληλεπιδρούν και λελογισμένη προσφυγή στην έννοια της βασικής αντίθεσης.


Τα χρειώδη αυτά μέσα, ενώ ευρίσκονται εν αφθονία στην διαλεκτική, συχνά λησμονούνται και παραλείπονται

Θ.Τ.


Τα προαναφερθέντα κείμενα:

http://www.versobooks.com/blogs/463-alain-badious-open-letter-to-jean-luc-nancy ,

http://enthemata.wordpress.com/2011/04/17/baltas-2/

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΙΑΣ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ Θεόδωρος Ν. Τσέκος


Η δημόσια δράση λαμβάνει την μορφή δημόσιων πολιτικών. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει πεδίο κοινωνικής δραστηριότητας και διάσταση της συλλογικής και ατομικής ανθρώπινης ύπαρξης που να μην αποτελούν αντικείμενο δημόσιας πολιτικής. Η παρατήρηση αυτή δεν έχει μόνο οντολογικό αλλά και δεοντολογικό χαρακτήρα. Όχι μόνο εν τοις πράγμασι ασκούνται εκτενώς δημόσιες πολιτικές που άπτονται της οικονομίας και της κοινωνίας των πολιτών αλλά και υφίστανται αντικειμενικές συνθήκες που καθιστούν τις παρεμβάσεις αυτές αναγκαίες για την κοινωνική ισορροπία και αναπαραγωγή. Η θεσμική, οργανωτικο-λειτουργική και ανθρώπινη επάρκεια της δημόσιας δράσης και των φορέων της κρίνεται τελικά στο επίπεδο της επιτυχούς άσκησης των δημόσιων πολιτικών .

Ως προοδευτική πολιτική νοείται κάθε συστηματικά ασκούμενη δημόσια παρέμβαση που αποσκοπεί στην απάμβλυνση της άνισης κατανομής της κοινωνικής ευημερίας και στην ενίσχυση της κοινωνικής συλλογικότητας.

Κύριο –αν και όχι αποκλειστικό- υποκείμενο της δημόσιας δράσης αποτελεί ο δημόσιος χώρος νοούμενος ως το υπερσύνολο των φορέων δημόσιου χαρακτήρα. Στην διευρυμένη αυτή έννοια θα συμπεριλάβουμε από κοινού την κεντρική και αποσυγκεντρωμένη διοίκηση αλλά και την καθ’ ύλη και κατά τόπο αυτοδιοίκηση με κριτήριο την συμπληρωματικότητά τους στην άσκηση δημόσιων πολιτικών.

Ο δημόσιος χώρος συγκροτείται ως πολιτικο-διοικητικό σύστημα. Η απρόσκοπτη συνάρθρωση και συλλειτουργία των δύο συνιστωσών του αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα της δημόσιας δράσης. Η επιτυχής συνέργια των δύο υπο-συστημάτων –και των αντίστοιχα διακριτών συλλογικών δρώντων υποκειμένων, ήτοι του πολιτικού και του διοικητικού προσωπικού- προϋποθέτει πέραν της αυξημένης ικανότητας συντονισμού και συνεργασίας- επαρκή ικανότητα δράσης μιάς εκάστης των συνιστωσών χωριστά. Απαιτείται δηλαδή όχι μόνο πολιτική αλλά και διοικητική ικανότητα.

Υπ’ αυτή την έννοια η διοικητική ικανότητα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της πολιτικής επάρκειας στην άσκηση πολιτικών Ο διοικητικός μηχανισμός δεν είναι αποκλειστικά εκτελεστικός. Δεδομένης της υψηλής –και διαρκώς αυξανόμενης- τεχνικότητας (τόσο επι της διαδικασίας όσο και επι του περιεχομένου) στην άσκηση δημοσίων πολιτικών, η διοίκηση παίζει σημαντικότατο ρόλο (συμμετέχοντας ή αδρανώντας) στην προετοιμασία της λήψης των πολιτικών αποφάσεων σε κανονιστικό επίπεδο αλλά και στην εξειδίκευση και την γεωγραφική, χρονική και θεματική προσαρμογή των αποφάσεων αυτών. Η ίδια η υλοποίηση δεν συνιστά ουδέτερη και αυτόματη διαδικασία αλλά συγκροτείται από μιά πληθώρα μικρο-αποφάσεων ικανών να αποσαθρώσουν και το πλέον εμπνευσμένο πολιτικά πρόγραμμα. Οι παρεμβάσεις ή παραλείψεις της διοίκησης προκύπτουν ως μεταβλητοί συνδυασμοί, μεταξύ άλλων, της τεχνικής επάρκειας αλλά και των μικρο-συλλογικών στρατηγικών των υποεκιμένων της.

Για τους προεκτεθέντες λόγους η αναβάθμιση της διοικητικής ικανότητας συνιστά αφ’ εαυτής προοδευτική πολιτική. Ένα κράτος με χαμηλή διοικητική ικανότητα είναι κράτος με μειωμένη δυνατότητα παρέμβασης στο κοινωνικο-οικονομικό γίγνεσθαι. Ένα κράτος που δεν παρεμβαίνει συστηματικά και επαφίεται στις θρυλούμενες αλλά αναπόδεικτες ικανότητες της αοράτου χειρός να προάγει την συλλογική ευημερία εγκαταλείπει τις λιγώτερο ευνοημένες από την αγοραία κατανομή ισχύος και εισοδήματος ομάδες έρμαιο των (καλών ή κακών) προθέσεων των ισχυροτέρων. Οι ισχυρές ομάδες δεν χρειάζονται δημόσιες πολιτικές για να διασφαλίσουν τις επιδιώξεις και τα συμφέροντά τους. Το επιτυγχάνουν με ίδια μέσα. Αδύναμο κράτος συνεπάγεται απορρύθμιση απορρύθμιση δε, σημαίνει αυτορρύθμιση των συγκροτημένων και ισχυροτέρων συμφερόντων εις βάρος των διάχυτων και αδυνάμων. Η χαμηλή διοικητική ικανότητα γεννά ένα κράτος αδύναμο άρα μια κοινωνία ανισσοροπιών.

Αυξημένη διοικητική ικανότητα και αναβαθμισμένη δυνατότητα κρατικής παρέμβασης δεν συνεπάγονται αναπόδραστα κρατισμό και απίσχναση της κοινωνίας των πολιτών. Ο δημόσιος χώρος είναι πεδίο πολυδιάστατο που μπορεί να οργανωθεί όχι ιεραρχικά αλλά δικτυακά . Οι κοινότητες δημόσιας πολιτικής (policy communities) μπορούν, υπό όρους, να υποκαταστήσουν την κάθετη και κρατοκεντρική δημόσια δράση. Στα πλαίσιά τους ποικίλοι μέτοχοι, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών και αυτοδιοικητικών φορέων, των μη κυβερνητικών οργανώσεων, των συνδικάτων, των κινημάτων και των κοινωνικών πρωτοβουλιών, μπορούν να συνεργαστούν, να αλληλοσυμπληρωθούν, να περιοριστούν αμοιβαία, να συμβιβαστούν και να εξισορροπήσουν, παράγοντας από κοινού πολιτικές. Προϋπόθεση επίτευξης των αναγκαίων βαθμών ισοτιμίας των ποικίλων αυτών εταίρων αποτελεί η διασφάλιση ισόρροπης ικανότητας πληροφόρησης και τεχνικής επεξεργασίας των δεδομένων εκάστου πεδίου πολιτικής.

Η αναδιάταξη της σχέσης του τοπικού/ μερικού με το κεντρικό/ συνολικό αποτελεί μιά διαφορετική προϋπόθεση πολιτικο-διοικητικής αποτελεσματικότητας. Η αντικατάσταση της σημερινής «υπολειμματικής» συγκρότησης της τοπικής αυτοδιοίκησης από μιά διευρυμένη επικουρικότητα σε συνδυασμό με την αποτοπικοποίηση των διοικητικών λειτουργιών που καθιστούν εφικτή οι νέες τεχνολογίες πληροφόρησης και επικοινωνίας (ηλεκτρονική διοίκηση, ηλεκτρονική διακυβέρνηση, ηλεκτρονική δημοκρατία ) θα γεννήσουν νέες δυνατότητες συμμετοχής στην λήψη και ελέγχου της εφαρμογής των πολιτικο-διοικητικών αποφάσεων και, εν τέλει, μιά διαφορετική σχέση ανάμεσα στο οικονομικό κοινωνικό και πολιτικό όλον και στα θεματικά και γεωγραφικά μέρη του.

Η σοβαρή αναβάθμιση των ικανοτήτων στρατηγικού και επιχειρησιακού σχεδιασμού καθώς και ο ριζικός ανασχεδιασμός των διαδικασιών εφαρμογής, παρακολούθησης, ελέγχου, διόρθωσης και αξιολόγησης της υλοποίησης και των αποτελεσμάτων της, αλλά και η έμφαση στην –κρισιμότατη- τεχνική τεκμηρίωση των αποφάσεων συνιστούν, εν τέλει, τα μεθολογικά προαπαιτούμενα μιάς προοδευτικής διοικητικής πολιτικής.

Συμπεραίνοντας θα μπορούσαμε να κωδικοποιήσουμε τα στοιχεία μιάς προοδευτικής διοικητικής πολιτικής ως ακολούθως

1. Η συστηματική, εκτεταμένη και αποτελεσματική δημόσια δράση είναι απολύτως αναγκαία για την διασφάλιση κοινωνικής ισορροπίας και ανάπτυξης. Η αγοραία αυτορρύθμιση δεν είναι σε θέση να επιλύσει τα διαρκώς επί το συνθετώτερο εξελισσόμενα κοινωνικά, περιβαλλοντικά και αναπτυξιακά προβλήματα.

2. Ο σχεδιασμός της δημόσιας δράσης θα πρέπει να γίνεται ολοκληρωμένα ανά τομέα δημόσιας πολιτικής εμπλέκοντας συνδυασμένα το σύνολο των δημοσίων φορέων που δραστηριοποιούνται σε δεδομένο πεδίο ανεξαρτήτως της θεσμικής τους φύσης (κεντρική διοίκηση, αυτοδιοικητικοί φορείς, νομικά πρόσωπα κλπ). Ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει να έχει κεντρικό/ καθοδικό χαρακτήρα ως προς τις στρατηγικές κατευθύνσεις και τις κύριες ποιοτικές και ποσοτικές προδιαγραφές προκειμένου να διασφαλίζεται η ενότητα της δημόσιας δράσης και να εξειδικεύεται εν συνεχεία γεωγραφικά και θεματικά προκειμένου να επιτυγχάνεται η ανταπόκριση σε ιδιαιτερότητες και επί μέρους ανάγκες.

3. Για την εύρυθμη συνεργασία των διαφόρων φορέων που συμπράττουν για την αποτελεσματική άσκηση πολιτικών χρειάζεται ενίσχυση της συντονιστικής λειτουργίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μεταξύ άλλων με τυποποίηση των συνεργασιακών διαδικασιών και την συγκρότηση ειδικών γραμματειών παρακολούθησης της υλοποίησης των αποφάσεων των συντονιστικών οργάνων από το κυβερνητικό έως το τοπικό επίπεδο.

4. Απαιτείται άμεση αναβάθμιση των σχεδιαστικών λειτουργιών των κάθε είδους φορέων δημόσιας δράσης. Η προσχηματική υιοθέτηση των επείσακτων από το ενωσιακό περιβάλλον τεχνικών διοικητικού σχεδιασμού (επιχειρησιακά σχέδια, μελέτες σκοπιμότητας, ανάλυση κόστους-ωφέλειας, τεχνικά δελτία έργων, ποιοτικοί και ποσοτικοί δείκτες κλπ) θα πρέπει να δώσει την θέση της σε μια ουσιαστική ενσωμάτωσή τους στην τρέχουσα διοικητική εργασία που θα περιλαμβάνει:

a. Χρήση τεχνικών προϋπολογισμού με βάση την ανάλυση του φυσικού έργου (Activity Based Budgeting) την ανάλυση κόστους-ωφέλειας.

b. Μακροχρόνιοι προϋπολογισμοί

c. Τυποποίηση διαδικασιών προγραμματισμού, παρακολούθησης/ ελέγχου και αξιολόγησης σε κάθε είδους φορείς και σε όλα τα επίπεδα της διοίκησης.

d. Ανάπτυξη ενός συστήματος δημόσιας πληροφόρησης με συστηματοποίηση/ τυποποίηση και απλούστευση των κρίσιμων μεταβλητών που καθορίζουν την λήψη αποφάσεων στα διάφορα πεδία πολιτικής ώστε να διευκολύνεται η συμμετοχικότητα

e. Τυποποίηση και θεσμική κατοχύρωση προδιαγραφών ποιότητας, αποτελεσματικότητας και ποιότητας για κάθε μορφή διοικητικού έργου

f. Συστηματική χρήση ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών διοικητικής απόδοσης τόσο για τον προγραμματισμό, όσο και για τον έλεγχο και την αξιολόγηση, από τους κάθε είδους φορείς και σε όλα τα επίπεδα της διοίκησης

g. Εξασφάλιση εξειδικευμένων στελεχών σε θέματα σχεδιασμού και ελέγχου τόσο με πρόσληψη όσο και με επιμόρφωση.

5. Αναγκαία τέλος είναι η τυποποίηση των διοικητικών διαδικασιών εφαρμογής των πολιτικών σε επίπεδο εκτέλεσης και η αξιοποίηση των εξαιρετικών δυνατοτήτων που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες για μείωση των διοικητικών ενεργειών, του διοικητικού φόρτου των υπηρεσιών και της επιβάρυνσης του χρήστη μέσω κοινά προσβάσιμων βάσεων δεδομένων (ψηφιακή διαλειτουργικότητα).

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Ανοιχτή πρόσκληση υποβολής προτάσεων για το Συνέδριο «Θεσμοί στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Αποτίμηση μιας αντιφατικής περιόδου»

Το Κέντρο Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής & Θεσμών, του Τμήματος Δικαίου τού Παντείου Πανεπιστημίου, και το Τμήμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης του ΑΤΕΙ Καλαμάτας διοργανώνουν από κοινού, στις αρχές Νοεμβρίου του 2011, στην Καλαμάτα, συνέδριο με το παραπάνω θέμα. Προθεσμία υποβολής προτάσεων: 30/6/11

Ιστοσελίδες συνεδρίου:

https://sites.google.com/site/publicpoliciesgreece/synedrio-thesmoi-tes-metapoliteuses

http://www.ta-teikal.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=98:2011-02-05-23-25-01&catid=34:2010-11-01-10-34-34&Itemid=110

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Από τη χρεοκοπία στην αυτογνωσία

Από τη χρεοκοπία στην αυτογνωσία

Εφημερίδα Μακεδονία

29/04/2011

Tο κείμενο αυτό προέκυψε από συζητήσεις μεταξύ των συνυπογραφόντων, γράφτηκε από τον Δαμιανό Παπαδημητρόπουλο, αλλά συνυπογράφεται από τους Ορέστη Καλογήρου (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Γιώργο Καρρά (Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο), Βάσω Κιντή (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Μάνο Ματσαγγάνη, (Οικονομικό Πανεπιστήμιο), Ελίζα Παπαδάκη (δημοσιογράφο), Δαμιανό Παπαδημητρόπουλο (πολιτικό αναλυτή), προκειμένου να καταδειχθεί όχι μόνο το αυτονόητο, η συμφωνία δηλαδή με τον προβληματισμό που αναπτύσσεται, αλλά κυρίως η ανάγκη κοινής στάσης, αν όχι συστράτευσης, όλων στις κρίσιμες στιγμές που διανύουμε.


Υπάρχουν ζητήματα που βρίσκονται εκτός δημοκρατικών διαδικασιών, που δεν μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία.
Δεν μπορούμε για παράδειγμα να ψηφίσουμε για το αν ισχύουν, ή όχι, οι νόμοι του Νεύτωνα - είναι άλλες οι διαδικασίες μέσω των οποίων θα αποφανθούμε για την εγκυρότητα ή μη των νόμων αυτών.
Αν εμείς, παρ’ όλα αυτά, θελήσουμε να θέσουμε τους νόμους του Νεύτωνα σε ψηφοφορία, το πραγματικό νόημα της ψηφοφορίας αυτής δεν θα είναι η εγκυρότητα των νόμων, αλλά το κατά πόσον εμείς θέλουμε να τους λαμβάνουμε υπ’ όψη ή θέλουμε να τους αγνοούμε (και ενδεχομένως να φάμε το κεφάλι μας). Σε κάθε περίπτωση οι φυσικοί νόμοι υπάρχουν έξω από μας. Σε μας το μόνο που μένει είναι να συγχρονίσουμε τη σκέψη μας με αυτούς, να τους καταστήσουμε (και μαζί να καταστήσουμε και τους εαυτούς μας) έλλογους, ή να μην το κάνουμε: τούτο το τελευταίο μεταφερόμενο στο επίπεδο της κοινωνίας είναι υπό την ευρεία έννοια ο λαϊκισμός.
Οι κοινωνικοί και οικονομικοί νόμοι δεν είναι ακριβώς σαν τους νόμους της φύσης, αναλλοίωτοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε κάθε χρονική περίοδο δεν ισχύουν συγχρονικά τέτοιοι νόμοι. Με αυτή (και μόνο με αυτή) την έννοια, όσα ισχύουν για το φυσικό περιβάλλον και τους νόμους του ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τα κάθε λογής περιβάλλοντα (κοινωνικό, οικονομικό κτλ.) εντός των οποίων βρισκόμαστε και η ισχύς των οποίων εκφεύγει των ορίων της ελληνικής δημοκρατίας. Θα οφείλαμε ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουμε το περιβάλλον αυτό και -στον βαθμό που δεν μπορούμε έτσι απλά, διά προεδρικού διατάγματος, να το αλλάξουμε- να το λαμβάνουμε υπ’ όψη μας.
Η ιστορία των τελευταίων τριάντα χρόνων στη χώρα μας, που είναι ακριβώς η ιστορία του λαϊκισμού, εντός του οποίου όλοι, μα κυριολεκτικά όλοι, είμαστε βουτηγμένοι, είναι αδιαλείπτως και σε περίοδο προϊούσας παγκοσμιοποίησης μια ιστορία άγνοιας περιβάλλοντος, νόμων και κανόνων, μια ιστορία έκρηξης ενός ιδιόμορφου ελληνικού βολονταρισμού.
Αυτή την άγνοια περιβάλλοντος η Αριστερά την ονομάζει αντίσταση και ανυπακοή, σε πείσμα της δικής μας παιδείας, που δεν τη θεωρούμε δα λιγότερο αριστερή από των άλλων, σύμφωνα με την οποία αντίσταση σημαίνει να αντιπαλεύεις κάτι προκειμένου να το αλλάξεις κι όχι απλώς να το αγνοείς.
Ένα μόνο παράδειγμα άγνοιας αντικειμενικών συνθηκών θα φέρουμε από το παρελθόν, γιατί σκοπός μας εδώ δεν είναι να κάνουμε ιστορία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ενώ η Ελλάδα έχει μόλις εισέλθει στην «Κοινή Αγορά», στην ελεύθερη αγορά της Ευρώπης, και επομένως βρίσκεται μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν ελέγχει, το ΠΑΣΟΚ εφευρίσκει ένα υβριδικό οικονομικό μοντέλο, το οποίο θα μπορούσαμε να το κωδικοποιήσουμε ως εξής: παράγουμε καπιταλιστικά, αμειβόμαστε σοσιαλιστικά, καταναλώνουμε ελεύθερα και παγκοσμιοποιημένα. Μέσα σε λίγα χρόνια, ένα μεγάλο μέρος της μη ανταγωνιστικής ελληνικής παραγωγικής βάσης αφανίστηκε από προσώπου γης, ένα άλλο κομμάτι κατέληγε στο δημόσιο υπό τη μορφή των προβληματικών επιχειρήσεων. Στο εξής ένας ολοένα συρρικνούμενος και ασθενικός ιδιωτικός τομέας είχε να θρέψει έναν διογκωμένο και διογκούμενο δημόσιο τομέα, με συνέπεια η σοσιαλιστική αμοιβή (σύμφωνα με τις ανάγκες μας) και η ελεύθερη παγκοσμιοποιημένη κατανάλωση να εξασφαλίζεται με δανεισμό.
Αλλά και όταν, στις αρχές του 2000, η χώρα προσχώρησε στο ευρώ, το νόμισμα δηλαδή έπαψε να είναι πολιτικό εργαλείο, καθώς βρέθηκε κι αυτό εκτός ορίων της ισχύος της ελληνικής δημοκρατίας, ουδείς προβληματίστηκε για τη νέα αντικειμενική συνθήκη που δημιουργούνταν και τον τρόπο προσαρμογής προς αυτήν.
Κάπως έτσι φτάσαμε στο φθινόπωρο του 2009, όταν ξεκίνησε, δειλά στην αρχή, με μεγάλη ένταση λίγους μήνες αργότερα, η επανάσταση των δανειστών μας, οι οποίοι, λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων που σωρεύονταν κάθε χρόνο σε ένα ήδη δυσθεώρητο χρέος, αρνήθηκαν να ανακυκλώσουν το χρέος μας, ή ζητούσαν τέτοια επιτόκια για να το πράξουν που η αποδοχή τους και μόνο εκ μέρους μας ήταν συνώνυμη της χρεοκοπίας.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, μιας κατάστασης δηλαδή που και πάλι το πεδίο ορισμού της βρίσκεται έξω από μας, εκτός ορίων της ελληνικής δημοκρατίας, στις αγορές, ήταν το μνημόνιο. Αρκετοί χαρακτηρισμοί έχουν ακουστεί, όπως «το απαράδεκτο μνημόνιο», «το μνημόνιο δεν είναι μονόδρομος», «τάσσομαι κατά του μνημονίου», «να κάνουμε δημοψήφισμα, να ψηφίσουμε αν είμαστε υπέρ ή κατά του μνημονίου». Στην πραγματικότητα, σε όλους αυτούς δεν αρέσουν οι συνέπειες του μνημονίου, όπως δεν αρέσουν στους ανθρώπους οι συνέπειες ενός σεισμού ή μιας καταιγίδας. Αλλά οι συνέπειες του μνημονίου, για να αξιολογηθούν, πρέπει να συγκριθούν με τις συνέπειες του μη μνημονίου: το μνημόνιο μας δίνει για κάτι λιγότερο από τρία χρόνια κάποια χρήματα με σχετικά υποφερτό επιτόκιο, προκειμένου αφ’ ενός να εξυπηρετήσουμε το ληξιπρόθεσμο χρέος μας, αφ’ ετέρου να καλύψουμε τα καινούργια ελλείμματα που θα δημιουργήσουμε σ’ αυτά τα τρία χρόνια. Σε αντάλλαγμα, αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να μειώνουμε σταδιακά αυτά τα ελλείμματα, μέχρι να τα φέρουμε κάτω του 3% του ΑΕΠ. Για παράδειγμα, το 2009 το δημόσιο είχε έσοδα περίπου 50 δισ. ευρώ (για την ακρίβεια 49) και δαπάνες 85 δισ., άρα το έλλειμμα ήταν πάνω από 35 δισ. Το μνημόνιο μας επέβαλε να μειώσουμε το 2010 το έλλειμμα κατά 6% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου κατά 15 δισ. Αυτό την ίδια στιγμή σημαίνει ότι μας επέτρεπε (και μας χρηματοδοτούσε) να έχουμε ένα έλλειμμα 20 δισ. (35-15=20). Με αυτά τα 20 δισ. πληρώσαμε μισθούς (μειωμένους), συντάξεις, τόκους κ.ο.κ.
Χωρίς τα χρήματα του μνημονίου η χώρα θα χρεοκοπούσε. Χρεοκοπία σημαίνει βέβαια αδυναμία πληρωμής χρεολυσίων, ενδεχομένως και τόκων, σημαίνει όμως ταυτόχρονα και αδυναμία δανεισμού, διακοπή συναλλαγών και πάρε-δώσε του ελληνικού δημοσίου με τον έξω κόσμο. Αδυναμία καινούργιου δανεισμού σημαίνει αδυναμία χρηματοδότησης του καινούργιου (έστω μειωμένου) ελλείμματος που «παράγουμε» ως χώρα το 2010, το 2011 κτλ.
Σημαίνει δηλαδή αναγκαστικά απότομη, ήδη από το 2010, προσγείωση σε μια κατάσταση μηδενικού ελλείμματος, σαν κι αυτή στην οποία φιλοδοξούμε να φθάσουμε σταδιακά μέσω μνημονίου σε λίγα χρόνια. Αλλά αυτή την απότομη προσγείωση (είναι πολύ εύκολο να την υπολογίσουμε, είναι 36 δισ. ευρώ μείον οι τόκοι που ενδεχομένως χρεοκοπώντας δεν θα πληρώναμε) η χώρα δεν θα μπορούσε κοινωνικά να την αντέξει - εδώ δεν καταφέρνει να αντέξει την πολύ μικρότερη προσγείωση του μνημονίου. Αν καταλαβαίνουμε καλά τα όσα περιγράφουμε, σημαίνουν στην πραγματικότητα μια κατάσταση τόσο διογκωμένου ελλείμματος, ώστε η χώρα να μην αντέχει (κοινωνικά) ούτε καν να χρεοκοπήσει.
Αυτό είναι άλλωστε που φοβούνται και οι αγορές. Φοβούνται δηλαδή ότι αν και όταν, με τη βοήθεια και του μνημονίου, φθάσουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα και επομένως δεν έχουμε ανάγκη καινούργιου δανεισμού για να χρηματοδοτήσουμε ελλείμματα, τότε και μόνον τότε θα πάμε σε μια μορφή λελογισμένης χρεοκοπίας (αναδιάρθρωση), είτε με κούρεμα είτε με επιμήκυνση είτε με αναδιαπραγμάτευση επιτοκίου, ή με έναν συνδυασμό όλων αυτών, ώστε να μειώσουμε το ύψος των τοκοχρεολυσίων που μας βαραίνουν και που σιγά σιγά θα προσεγγίζουν τα 20 δισ. Λένε πολλοί ότι το μνημόνιο αποτυγχάνει γιατί, ακόμα και στο βαθμό που πετυχαίνουμε κάποιους από τους στόχους του, δεν πέφτουν τα σπρεντ και επομένως δεν θα μπορέσουμε να βγούμε για δανεισμό στις αγορές. Αλλά τα σπρεντ δεν μειώνονται επειδή οι αγορές φοβούνται όσα περιγράψαμε παραπάνω - και οι αγορές θα συνεχίσουν να φοβούνται. Εμείς δεν έχουμε παρά να εκπληρώσουμε τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων (το μνημόνιο δηλαδή) και τότε θα έχουμε τη δυνατότητα επιλογής, να «αποφασίσουμε» δηλαδή αν θα επιβεβαιώσουμε τους φόβους των αγορών αναδιαρθρώνοντας το χρέος, ή αν αντέχουμε να το τιμήσουμε - οπότε θα πέσουν και τα σπρεντ.
Τα εισαγωγικά στο «αποφασίσουμε» έχουν την έννοια ότι η χρεοκοπία μιας χώρας δεν μπορεί να είναι μια πράξη συμφέροντος, αλλά μια πράξη εξαναγκασμένη, μια πράξη απόγνωσης, η έσχατη λύση. Αυτής της μορφής η χρεοκοπία γίνεται κατανοητή και αποδεκτή από τους άλλους. Η άλλη χρεοκοπία, κοινώς το φέσωμα (που ορισμένοι αριστεροί προτείνουν κάπου μεταξύ λύσης και επαναστατικής πράξης), δεν είναι αποδεκτή και προκαλεί αντιδράσεις και αντίποινα. Αυτό καλό είναι να το έχουν κατά νου και όσοι θεωρούν ότι, την ώρα που προσφερόταν στη χώρα η λύση του μνημονίου, εμείς είχαμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε τη χρεοκοπία. Η αντίδραση θα ήταν τέτοια, που πιθανότατα σε λίγες εβδομάδες δεν θα διαθέταμε συνάλλαγμα να αγοράσουμε πετρέλαιο για να κινηθούν τα φορτηγά μας.
Υπάρχουν άλλοι που κατηγορούν το μνημόνιο ως αντιαναπτυξιακό και κομπάζουν πως είχαν προβλέψει ότι θα μας οδηγούσε σε αδιέξοδο. Αλλά όταν έχεις το 2009 ρίξει 35 δισ. δανεικά στην οικονομία σου (και το ίδιο έκανες και τα προηγούμενα χρόνια) και τώρα πρέπει να τα αφαιρέσεις, είτε σταδιακά (μνημόνιο) είτε απότομα (μη μνημόνιο), πολύ απλά γιατί κανείς δεν σου τα δανείζει πλέον, αυτή η αφαίρεση εξ ορισμού είναι η συρρίκνωση. Ας μας πει κάποιος πώς θα αφαιρεθεί ένα 15% του ΑΕΠ από την οικονομία χωρίς να έχουμε πτώση του ΑΕΠ και θα τον χειροκροτήσουμε, γιατί θα έχει ανακαλύψει νέους γεωμετρικούς χώρους. Σε αυτή την κατάσταση, ανάπτυξη μπορεί κατ’ αρχάς να έρθει μόνο απ’ έξω.

Στη θάλασσα της αγοράς
Να προβλέψουμε σήμερα την τύχη του μνημονίου, κατά πόσον δηλαδή θα μας οδηγήσει σε μια δυνατότητα εξόδου στις αγορές ή σε χρεοκοπία, είναι αδύνατο, γιατί η απάντηση εξαρτάται κυρίως από κάποιας μορφής ρύθμιση του χρέους, ρύθμιση που πάλι δεν εξαρτάται από μας αλλά από αποφάσεις σε επίπεδο ευρωζώνης. Δεν μπορούμε να μπούμε εδώ σε αυτή τη μεγάλη και ενδιαφέρουσα συζήτηση. Αυτό που εξαρτάται από μας είναι να μηδενίσουμε το έλλειμμά μας για να είμαστε έτοιμοι και για τη μία και για την άλλη περίπτωση. Αντιθέτως, αυτό που μπορούμε να προβλέψουμε με ασφάλεια είναι το τοπίο εντός του οποίου θα κινηθούμε ως χώρα στο προβλεπτό μέλλον (ας πούμε τις επόμενες μία δύο δεκαετίες), είτε «πετύχει» είτε «αποτύχει» το μνημόνιο. Σε αυτό το προβλεπτό μέλλον λοιπόν, και μετά την «επανάσταση» των δανειστών μας το 2009, κανείς δεν πρόκειται να μας δανείσει για να χρηματοδοτήσει καινούργια ελλείμματα. Επομένως ο πλούτος της χώρας, τα χρήματα που θα έχουμε για να ζήσουμε, για να χρηματοδοτήσουμε τα σχολεία μας, τα νοσοκομεία μας, τις συντάξεις μας και για να πληρώνουμε πίσω τα κουρεμένα ή ακούρευτα τοκοχρεολύσιά μας, θα είναι αυστηρά ό,τι παράγουμε και ό,τι μπορούμε να πουλήσουμε, στους εαυτούς μας και στους άλλους. Αν αυτά είναι πολλά έχει καλώς, αν είναι λίγα τόσο το χειρότερο για μας. Και είναι επίσης σίγουρο ότι σήμερα ξεκινάμε από τα λίγα, ή μάλλον από τα πολύ λίγα.
Μεταβαίνουμε επομένως (έχουμε ήδη εισέλθει) από μιαν εποχή του απόλυτου σε μια εποχή του οικονομικά σχετικού. Από μιαν εποχή όπου πολλοί άνθρωποι στον δημόσιο τομέα, στενό και ευρύτερο, αλλά και συνταξιούχοι, μέχρι και αγρότες που έστηναν μπλόκα στα Μάλγαρα, αμείβονταν σύμφωνα με τις ανάγκες τους (έστω τις ελάχιστες ανάγκες για μερικούς από αυτούς) και τις διεκδικήσεις τους, το δε κράτος δανειζόταν για να καλύψει αυτές τις ανάγκες, περνάμε σε μιαν εποχή που οι ανάγκες πρέπει να προσαρμοστούν στο τι παράγουμε και τι είμαστε σε θέση να πουλήσουμε (ανταλλάξουμε).
Σε αυτή την καινούργια εποχή του σχετικού δεν υπάρχουν απόλυτες και κατοχυρωμένες κοινωνικές κατακτήσεις, κι ας τις έχουν γράψει στο παρελθόν με ανεξίτηλη μελάνη επιφανείς νομικοί στα βιβλία του κράτους. Δεν υπάρχουν απόλυτα εγγυημένα χρήματα ούτε καν ονομαστικά, όπως θα υπήρχαν αν π.χ. το κράτος ήλεγχε ακόμα (νόμιζε, όπως λέει και η λέξη, δηλαδή θέσπιζε) το νόμισμα. Αν ακόμα είχαμε το νόμισμα (δραχμή) ως κράτος στα χέρια μας, θα μπορούσαμε να κοροϊδευόμαστε (όπως κάναμε πολλάκις στο παρελθόν) ότι κατοχυρώνουμε ονομαστικά σταθερές αξίες (και να καμωνόμαστε ότι αγνοούμε πως οι πραγματικές αξίες μειώνονταν ακολουθώντας τους νόμους της οικονομίας). Τώρα με το ευρώ δεν μας δίνεται ούτε καν αυτή η δυνατότητα: το νόμισμα δεν εξαρτάται από μας και από κανέναν μεμονωμένο εταίρο, έχει (με γερμανική συμβολή) καταστεί απόλυτη αξία, κάτι σαν τα χρυσά νομίσματα του παρελθόντος. Αλλά κι αυτά οι παλιοί μας πρόγονοι τα νόθευαν (πληθώριζαν), όταν οι ανάγκες το απαιτούσαν (να τες πάλι οι αναθεματισμένες οι ανάγκες, πετιούνται). Άραγε θα επιτρέψει η γερμανική ορθοδοξία, για μία μόνο φορά, να κάνει και η Ευρώπη το ίδιο, να μετατραπούν δηλαδή κρατικά χρέη σε πληθωρισμό; Ίδωμεν, αλλά δυστυχώς ούτε αυτό είναι στο χέρι μας. Και το πρόβλημα, αν καταφέρουν και το περιορίσουν σε Ελλάδα και Ιρλανδία, δεν θα είναι και δικό τους (των άλλων Ευρωπαίων), αλλά μόνο δικό μας.
Σε αυτό το νέο τοπίο στο οποίο ήδη βρισκόμαστε, η ανακατάκτηση των κατακτήσεων που χάθηκαν δεν θα γίνει με τον ίδιο τρόπο όπως στο παρελθόν. Θέλουμε δεν θέλουμε, κατακτήσεις από δω και πέρα θα είναι τα μερίδια αγοράς, εγχώριας και ξένης, τα οποία κατακτούμε. Αυτού του τύπου οι κατακτήσεις δεν είναι μόνιμες, δεν είναι ποτέ κατοχυρωμένες, απαιτούν διαρκή προσπάθεια για να διατηρηθούν ή και να διευρυνθούν. Είναι όμως από αυτές τις κατακτήσεις, από την παρουσία μας δηλαδή στην αγορά, που θα προκύψει η όποια πίτα κληθούμε να μοιραστούμε με δεξιό ή αριστερό τρόπο. Κι αν όμως νομίζουμε ότι τουλάχιστον ως προς αυτό, το αν δηλαδή θα μοιράσουμε την πίτα δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα, είμαστε επιτέλους ελεύθεροι να επιλέξουμε δημοκρατικά τον τρόπο διανομής της αρεσκείας μας, είμαστε και πάλι γελασμένοι. Γιατί η αγορά έχει νόμους, κι όποιος δεν τους ακολουθήσει η αγορά τον ξεβράζει. Με άλλα λόγια, ο τρόπος που θα επιλέξουμε να διανείμουμε την πίτα θα επηρεάσει το μέγεθος της ίδιας της πίτας.
Οι αριστεροί, για να κάνουμε τη ζωή μας εύκολη και λάιτ, θεωρήσαμε τον νεοφιλελευθερισμό ως ένα φαινόμενο που εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στον χώρο της ιδεολογίας. Ως εκ τούτου, πιστέψαμε ότι αν αντιπαλέψουμε ιδεολογικά τον νεοφιλελευθερισμό, αν τον ξεριζώσουμε δηλαδή από τα μυαλά των ανθρώπων (άλλωστε από «ζύμωση» πάντα καλά τα πηγαίναμε), μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ιδεολογία, είναι κατάσταση πραγμάτων. Για να είμαστε πιο ακριβείς, ο νεοφιλελευθερισμός είναι η ιδεολογία που απορρέει από την κατάσταση της δικτατορίας της αγοράς παγκοσμίως. Και η κατάσταση αυτή, όσο κι αν δεν μας αρέσει και όσο αποτελεσματικά κι αν την αποκρούσουμε ιδεολογικά, είναι εκεί, πεισματικά, και υπαγορεύει τους κανόνες και τους νόμους της σε όποιον θέλει να υπάρξει εντός της οικονομίας, σε όλους δηλαδή, χωρίς να μας ρωτάει αν αυτοί μας αρέσουν ή δεν μας αρέσουν. Για να κάνουμε δε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα και πιο σύνθετα, να συμπληρώσουμε ότι την κατάσταση αυτή, την αγορά, τη συναποτελούμε και τη συνδιαμορφώνουμε όλοι, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, όλοι με πανομοιότυπο τρόπο. Οι αριστεροί δηλαδή, ενώ διατεινόμαστε ότι έχουμε να προτείνουμε έναν «αριστερό τρόπο παραγωγής», δεν έχουμε και βεβαίως δεν ακολουθούμε έναν αντίστοιχο αριστερό τρόπο κατανάλωσης. Αλλ’ έτσι υπαγορεύουμε κι εμείς τους νόμους της αγοράς, την κυριαρχία των οποίων κατά τα άλλα αντιμαχόμαστε.

Η Αριστερά στη μεταπολίτευση
Ποια μπορεί λοιπόν να είναι, ή, πιο σωστά, υπάρχουν περιθώρια να εκφραστεί μια αριστερή πολιτική πρόταση για την πορεία της χώρας μας σε αυτό το νέο τοπίο, γι’ αυτό που παραπλανητικά (νομίζοντας ότι θα επανέλθουμε στα παλιά) ονομάζουμε έξοδο από την κρίση; Αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς σε όσα αναφέραμε, κι αν δεν θέλουμε, σαν τους καλόγερους του Μεσαίωνα, να βαφτίζουμε διάφορες προτάσεις ως αριστερές για να τις καταναλώνουμε, πρέπει να παραδεχθούμε ότι τους βασικούς οικονομικούς κανόνες για την έξοδο από την κρίση τους υπαγορεύει η αγορά. Με άλλα λόγια και για να μην κοροϊδευόμαστε, δεν υφίσταται αυτό που λέμε αριστερή έξοδος από την κρίση. Σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει καν ρόλος για την Αριστερά στο νέο τοπίο; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να δούμε ποιος ήταν ο ρόλος της Αριστεράς στην προηγούμενη κατάσταση.
Από τη μεταπολίτευση και μετά, με την καθοριστική αλλά όχι αποκλειστική συμβολή του ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά υπέστη μία μετάλλαξη. Από την Αριστερά της θυσίας, της ατομικής θυσίας, για χάρη των μεγάλων πολιτικών και συλλογικών προταγμάτων, είτε αυτά ήταν ο σοσιαλισμός είτε η δημοκρατία, προταγμάτων που κάθε αριστερός ήταν διατεθειμένος να καταβάλει ατομικό κόστος για να τα διεκδικήσει, περάσαμε, με την εδραίωση της δημοκρατίας, σε μια άλλου τύπου Αριστερά, του εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν. Μια Αριστερά που, ίσως και λόγω της στέρησης και της κακουχίας του παρελθόντος, αισθάνεται ότι τώρα ήρθε πια η ώρα να διεκδικήσουμε τη ζωή, ο καθένας για τον εαυτό του, ή τον κλάδο του (αλλά και πάλι με την έννοια του εαυτού του). Περάσαμε δηλαδή από μια πολιτική Αριστερά σε μιαν οικονομίστικη Αριστερά, από μιαν Αριστερά που διεκδικεί το συνολικό, δηλαδή το όλον, σε μιαν Αριστερά που εντός του συστήματος διεκδικεί το ατομικό, το μερικό, μια πιο εγωιστική Αριστερά. Ας το πούμε κυνικά: αυτή η Αριστερά είναι ακίνδυνη για το σύστημα, αλλά ζητάει «οικονομικό αντάλλαγμα» ώστε να είναι ακίνδυνη για το σύστημα. Λέμε όλοι ότι οι πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης είναι περίοδος ηγεμονίας των αριστερών ιδεών. Αλλά αυτές οι ιδέες πλήρωσαν ένα τίμημα ώστε να μπορούν να ηγεμονεύουν μέσα σε μιαν αδιαλείπτως καπιταλιστική κοινωνία.
Τούτη η ιδεολογική διεργασία (στην οποία οφείλεται η μεγάλη πολιτική επιτυχία του ΠΑΣΟΚ) συνοδεύτηκε και από μιαν αντίστοιχη οικονομική διεργασία, την οποία έχουμε ήδη υπαινιχθεί προηγουμένως: το δημόσιο, προκειμένου να εξασφαλίσει το «αντάλλαγμα», αρχίζει να τυπώνει χρήμα αλλά και να δανείζεται χρήμα (ειρήσθω εν παρόδω: το τύπωμα, δηλαδή ο πληθωρισμός, οδηγεί σε μαζική φυγή εγχωρίων κεφαλαίων στο εξωτερικό προς εξασφάλιση της αξίας τους κι αυτό, πέραν του ότι στερεί πόρους για την ανάπτυξη, δημιουργεί ανάγκη περαιτέρω εξωτερικού δανεισμού οδηγώντας σε έναν φαύλο κύκλο). Αυτή η συνεχιζόμενη κατάσταση του δανεισμού από το κράτος προς εξυπηρέτηση ατομικών αναγκών δημιουργεί στους Έλληνες μιαν αντίστοιχη ιδεολογία. Την ιδεολογία ότι το κράτος ορίζει το χρήμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται μια απέραντη πηγή πλούτου από την οποία μπορεί να διεκδικήσει κανείς το μερτικό που αναλογεί στις ανάγκες του.
«Δεν θα κερδίσεις αν δεν διεκδικήσεις» έγραφε ένα πανό των περσινών (και τελευταίων) αγροτικών κινητοποιήσεων, εκφράζοντας με τον πιο λακωνικό τρόπο τη διάχυτη ιδεολογία που στο μεταξύ είχε εδραιωθεί όχι μόνο στους εργαζομένους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αλλά στο σύνολο σχεδόν του πληθυσμού, ότι δηλαδή δεν κερδίζουμε (ή δεν κερδίζουμε μόνο) πουλώντας τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας στην αγορά, αλλά διεκδικώντας μαχητικά μερίδια από τον απέραντο δημόσιο κορβανά. Υπερβάλλοντας κάπως μπορούμε να πούμε ότι στην Ελλάδα δημιουργήσαμε έναν δεύτερο, παράλληλο προς τον καπιταλιστικό, τρόπο παραγωγής που συνίσταται στην ατομική (ή και κλαδική) ιδιοποίηση δημόσιου χώρου, με την έννοια όχι μόνο του δημόσιου χρήματος ή της δημόσιας γης, αλλά της δημόσιας σφαίρας γενικότερα. Γιατί αυτό που ξεκίνησε ως οικονομική συνδρομή του κράτους σε έναν ταλαιπωρημένο πληθυσμό, πολύ σύντομα κατέληξε σε ένα γενικευμένο πλιάτσικο των ατόμων εναντίον της δημόσιας σφαίρας, σε ατομική εδώ και τώρα κατανάλωση της δημόσιας σφαίρας.
Το φαινόμενο, όπως είπαμε, υπερέβη το δημόσιο χρήμα και επεκτάθηκε σε όλες τις εκφάνσεις αυτού που αποκαλούμε δημόσιο χώρο. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα ότι στο σκάνδαλο Βατοπεδίου και με αφορμή δημόσιες εκτάσεις γύρω από τη Θεσσαλονίκη που περιήλθαν μέσω ανταλλαγών στη μονή, η οποία και τις πούλησε, αυτοί που αντέδρασαν δεν ήταν τίποτε αγανακτισμένοι πολίτες, αλλά οι δικηγόροι μιας ομάδας γονέων, οι οποίοι προόριζαν (ή το κράτος τους είχε υποσχεθεί) τις ίδιες αυτές δημόσιες εκτάσεις για να προικίσουν τις κόρες τους, για μιαν άλλη ιδιοποίηση δηλαδή. Η εικόνα είναι χαρακτηριστική γιατί δείχνει μια διαμάχη όλων εναντίον όλων με λάφυρο τον δημόσιο χώρο, μια μάχη του ατόμου εναντίον κάθε μορφής κοινωνικής συγκρότησης. Αλλά δεν ήταν μόνον οι υλικές εκφάνσεις του δημοσίου χώρου (γη, χρήμα) που διεκδικήθηκαν προς ιδιωτικοποίηση. Τα ίδια έπαθαν και οι έννοιες, το περιεχόμενο των οποίων και αυτό στρεβλώθηκε. Η έννοια της γνώσης, για παράδειγμα, ως δημοσίου αγαθού, ως αγαθού δηλαδή από το οποίο ωφελείται όλη η κοινωνία, στρεβλώθηκε, αποστερήθηκε του κοινωνικού της περιεχομένου, ιδιωτικοποιήθηκε, κατάντησε ένα κενό γνωστικού περιεχομένου αποδεικτικό χαρτί προς ιδιωτική επαγγελματική εξαργύρωση (και εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς τι ρόλο έπαιξαν τα δανεικά χρήματα, δηλαδή τα ψεύτικα χρήματα, στη δημιουργία ψεύτικων επαγγελματιών).
Η ίδια η έννοια της κοινωνίας, ο τρόπος που καταλαβαίνουμε την κοινωνία και τις συλλογικότητες γενικότερα, στρεβλώθηκε κι αυτή. Συλλογικότητα κατέληξε να θεωρείται το άθροισμα χιλιάδων ή εκατομμυρίων επί μέρους ατομικοτήτων και κοινωνικό συμφέρον το άθροισμα όλων αυτών των ατομικών συμφερόντων. Αλλά όσες ατομικότητες και αν προσθέσει κανείς, τίποτε συλλογικό δεν προκύπτει ως άθροισμα, αν δεν προηγηθεί ένας μετασχηματισμός του ατομικού, μετασχηματισμός που αυτός και μόνον αυτός δημιουργεί μια νέα διάσταση, τη διάσταση του συλλογικού, έναν νέο χώρο, τον δημόσιο χώρο. Όταν λοιπόν λέμε ότι ο δημόσιος χώρος λεηλατήθηκε, κατακλύσθηκε από το ατομικό, δεν περιγράφουμε μόνο μιαν υλική λεηλασία, αλλά μια διαδικασία έκλειψης της ίδιας της έννοιας του δημόσιου χώρου. Η οικονομική χρεοκοπία του δημοσίου που ζούμε εδώ και έναν χρόνο δεν είναι παρά η ποσοτική έκφανση του συνολικότερου αυτού φαινομένου. Η ανομία -γιατί οι νόμοι δεν είναι κι αυτοί παρά μια συνθήκη συνοχής του δημόσιου χώρου- είναι μια άλλη έκφανση αυτής της καταστροφής.
Αν, όπως είπαμε, το δημόσιο είμαστε όλοι εμείς αλλά μετασχηματισμένοι (σαν από έναν καθρέφτη μέσω του οποίου βλέπουμε ο καθένας τον εαυτό του υπό το πρίσμα της κοινωνίας), ο κατακλυσμός και η καταστροφή του δημόσιου χώρου από την έκρηξη της ατομικότητας περιγράφει απλούστατα μια κατάσταση όπου το άτομο, ο κλάδος και γενικότερα το μερικό στρέφεται εναντίον του γενικού και μέσω αυτού εναντίον όλων ημών των άλλων μεμονωμένα. Η ιδιοποίηση του δημόσιου χώρου σημαίνει λοιπόν γενικευμένο πόλεμο του καθενός εναντίον του διπλανού του, του ενός κλάδου εναντίον του άλλου κλάδου, του σημερινού συνταξιούχου εναντίον του αυριανού συνταξιούχου, της σημερινής γενιάς εναντίον των επομένων, μια ζωή αφόρητη έξω από τα ιδιωτικά μας καταφύγια εκεί όπου αρχίζει η κοινωνική ζούγκλα, σημαίνει τελικά την καταστροφή της πολιτικής και του πολιτισμού.
Η ιδεολογική αλλά και «αγωνιστική» συμβολή της μεταπολιτευτικής Αριστεράς (όσο κι αν δεν κυβέρνησε ποτέ) σε αυτή την έξαρση του ατομικισμού και την καταστροφή του δημόσιου χώρου ήταν και είναι καθοριστική. Η Αριστερά προσχώρησε ασμένως στη λαϊκιστική στρέβλωση δικών της ιδεών κατά τη δεκαετία του 1980 και έχει καταλήξει σήμερα να είναι προνομιακός -αλλ’ όχι μοναδικός (1) - υπερασπιστής του ανδρεοπαπανδρεϊσμού της δεκαετίας αυτής. Η ρεαλιστική δυνατότητα, η ρεαλιστική διέξοδος, δημιουργίας χρήματος (και διά του δανεισμού) από το κράτος γρήγορα έστρεψε την ταξική πάλη από το κεφάλαιο προς το κράτος, από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο χώρο. Η Αριστερά κατανόησε τον εαυτό της ως προνομιακό φορέα αυτής της διεκδίκησης δημοσίου χώρου, αλλά με τον δικό της τρόπο: όχι τον κυβερνητικό-αναδιανεμητικό, αλλά τον αγωνιστικό. Σε κάθε περίπτωση η Αριστερά, ταυτίζοντας το κράτος με το κεφάλαιο, έστρεψε τη διεκδίκηση εναντίον του κράτους, εναντίον της θεσμισμένης υπαρκτής συλλογικότητας. Ταυτίστηκε με επιμέρους κοινωνικά στρώματα, κλάδους ή άτομα (του δημοσίου τομέα αλλ’ όχι μόνο), συμμάχησε με το μερικό εναντίον του γενικού, συμμάχησε με το άτομο εναντίον του κράτους. Γι’ αυτή την Αριστερά που έχει υιοθετήσει τη σκοπιά του ατόμου, το κράτος, ακόμα και εν καιρώ δημοκρατίας, δεν είμαστε όλοι εμείς, δεν είναι καν «δικό τους και δικό μας», είναι ξένο, ανήκει στον αντίπαλο, είναι ο πολιτικός φορέας του καπιταλισμού που πρέπει να καταστραφεί. Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατομικού και του μερικού φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε, έστω και η απόπειρα να σκεφτεί κάποιος από τη σκοπιά του γενικού, να καταγγέλλεται ως κυβερνητισμός. Ακόμα και τα ασφαλιστικά ταμεία δεν είναι για αυτή την Αριστερά δικά μας, δεν ανήκουν στους εργαζόμενους, αλλά αντιμετωπίζονται σαν να είναι ξένα, ένας θεσμός κατάλληλος, από τη σκοπιά του ατόμου και του ατομικισμού, μόνο για άρμεγμα.
Η ταξική πάλη, από πάλη των εργαζομένων εναντίον του κεφαλαίου, μετασχηματίστηκε σε πάλη του ατόμου ενάντια στο κράτος (ως εκ τούτου η Αριστερά αυτή συμπορεύεται φυσιολογικά και εκ των πραγμάτων με τον αντιεξουσιαστικό χώρο γυρίζοντας το ρολόι της ιστορίας της διακόσια χρόνια πίσω). Η Παπαρήγα έκανε μια πολύ ωραία και πολύ αριστερή ομιλία-ανάλυση στη συζήτηση για το μνημόνιο στη Βουλή, μόνο που συνέχεε διαρκώς το κεφάλαιο με το κράτος. Την ίδια εβδομάδα, έξω από τη Βουλή, δήλωνε στους δημοσιογράφους: «κι έτσι κι αλλιώς θα μας τα πάρουν». Ποιοι είναι αυτοί; Το δημόσιο. Ποιοι είμαστε εμείς; Τα άτομα. Τι θα μας πάρουν; Φόρους. Αλλά για την Παπαρήγα, «αυτοί» ήταν το κεφάλαιο και «εμείς» οι εργαζόμενοι. Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατομικισμού ήταν η αιτία της επιτυχίας και της επιβίωσης της Αριστεράς στην Ελλάδα σε μια περίοδο που, μετά και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και μαζί του συλλογικού οράματος της Αριστεράς, σε άλλες χώρες της Ευρώπης η Αριστερά μπήκε στο περιθώριο. Αλλ’ η διαπίστωση αυτή είναι ταυτόσημη με την απόφανση ότι αυτός, η παρόξυνση του ατομικισμού, υπήρξε ταυτόχρονα και ο ιστορικός της ρόλος την τελευταία τριακονταετία στην Ελλάδα και με αυτή την έννοια η Αριστερά συνέβαλε το μερτικό της στη σημερινή χρεοκοπία του συνόλου και στα δεινά των ατόμων που αυτή συνεπάγεται. Δεν ήταν βέβαια αυτές οι προθέσεις της όταν ξεκινούσε τη μεταπολιτευτική της πορεία.
Για άλλο ταξίδι είχαν ξεκινήσει τόσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, όταν μαζεύονταν τότε στα στάδια για να τραγουδήσουν Θεοδωράκη. Ακόμα και σήμερα, που τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει, δεν μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική Αριστερά ασκεί συνειδητά αυτόν τον ιστορικό ρόλο. Άλλοι φαντάζονται, καλλιεργώντας τον ατομικισμό, ότι ασκούν πολιτική ζύμωσης για να καταδείξουν στο άτομο ότι το σύστημα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους. Άλλοι απολαμβάνουν την αγωνιστική διεκδίκηση ατομικιστικών αιτημάτων ως προοίμιο ευρύτερων επαναστατικών αγώνων. Σίγουρα, όλοι βρίσκουν ένα ρόλο, μια θέση σε όλη αυτή την ιστορία, ρόλο που τους επιτρέπει να υπάρχουν ως αριστεροί στην αγορά της Αριστεράς (για να μην πούμε τίποτα χειρότερο). Σε πείσμα όμως όλων, η ιστορία δεν γράφεται από τις υποκειμενικές προθέσεις μας, αλλά από τις πράξεις μας και τα αποτελέσματά τους, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αυτές αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον. Ξαναγυρίζουμε έτσι στη γνώση του περιβάλλοντος από την οποία ξεκινήσαμε.

Στο νέο τοπίο
Μπορούμε τώρα να επανέλθουμε στο ερώτημα που έχουμε θέσει σχετικά με τον ρόλο της Αριστεράς στο νέο τοπίο. Από όσα είπαμε, ένα πράγμα προκύπτει: ότι ο ρόλος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι ρόλος αντιστροφής, ιστορικής αντιστροφής, των όσων με συνευθύνη της Αριστεράς διαπράχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Οφείλουμε, σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, να ξαναχτίσουμε όσα χρεοκοπήσαμε, αν θέλετε γιατί είναι (και) δικά μας δημιουργήματα, είτε μιλάμε για το κράτος και το κράτος πρόνοιας είτε μιλάμε για τα ταμεία, για τους θεσμούς, την παιδεία, την αλληλεγγύη και πάνω από όλα για την ιδιότητα του πολίτη. Όλα αυτά μας πήρε δύο αιώνες για να τα στήσουμε στα πόδια τους, μα μόλις δύο δεκαετίες για να τα γκρεμίσουμε. Το οφείλουμε όμως όχι μόνο στην ιστορία μας, αλλά και στον λαό, στους πιο αδύναμους, γιατί αυτοί είναι που έχουν πάντα περισσότερη ανάγκη από το κράτος και τους θεσμούς. Ο λαός έχει και θα έχει ανάγκη το κράτος του, μόνο που, σήμερα που μιλάμε, έχει ακόμα περισσότερο το κράτος ανάγκη τον λαό του. Κι αν αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι τα βάρη της ανασυγκρότησης θα πέσουν, όσες δόσεις κοινωνικής δικαιοσύνης κι αν προσθέσουμε, τελικά στις πλάτες του λαού, η απάντηση είναι μοιρολατρικά μία: γιατί, πότε άραγε στην ιστορία ήταν αλλιώς;
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι πρέπει να επανανακαλύψουμε και να προτάξουμε το γενικό έναντι του μερικού, το δημόσιο έναντι του ατομικού. Να επανανακαλύψουμε τον κυβερνητισμό, όχι για να κυβερνήσουμε, μα για να γνωρίσουμε και να διαδώσουμε την ιδεολογία του συνολικού, τη σκοπιά του δημοσίου συμφέροντος, σε τελευταία ανάλυση την ιδιότητα του πολίτη. Να μην υπομένουμε απλώς στωικά (δηλαδή από τη σκοπιά του ατομικισμού) τις κακουχίες που έρχονται, μα να τις συναντήσουμε με πνεύμα προσφοράς και κοινωνικής αλληλεγγύης. Να δεχτούμε και μειώσεις μισθού, όχι μόνο γιατί αυτό επιτάσσει επί ποινή καταστροφής η αγορά, αλλά για να μπορέσουν και κάποιοι άλλοι να κρατήσουν τη δουλειά τους - και για τον εαυτό τους μα και για να συμβάλουν κι αυτοί με την παραγωγή τους στην ανασυγκρότηση. Να στήσουμε μέσα από τα μειωμένα έσοδά μας ένα δίχτυ προστασίας για τους απολυμένους, τους πολλούς που αναπόφευκτα θα χάσουν τη δουλειά τους καθώς ολόκληρες περιοχές της οικονομίας θα καταστρέφονται ή θα συρρικνώνονται. Και επειδή άλλοι οικονομικοί τομείς πρέπει μελλοντικά να αντικαταστήσουν αυτούς που καταστράφηκαν, πρέπει να ανασυγκροτήσουμε την παιδεία ως παραγωγική δύναμη (με την ευρύτερη δυνατή έννοια), να ασχοληθούμε και με την παραγωγή της πίτας, να επανανακαλύψουμε τον παραγωγισμό, τον οποίο εγκαταλείψαμε εδώ και πενήντα χρόνια κάπου εκεί στον Μπάτση. Να εναντιωθούμε σε κάθε είδους σπατάλη και ιδιοποίηση δημοσίου χρήματος, με επίγνωση ότι στην κατηγορία αυτή εντάσσονται όχι απλώς οι «κλέφτες», αλλά και πολλοί υψηλόμισθοι και υψηλοσυνταξιούχοι των ΔΕΚΟ, όπως επίσης στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι κάθε λογής φοροφυγάδες, οι οποίοι όχι μόνο ιδιοποιούνται δημόσιο χρήμα αλλά και, με την ψευδή εικόνα που παρουσιάζουν, καθιστούν ανεφάρμοστο κάθε στοιχειώδες μέτρο κοινωνικής αλληλεγγύης και δικαιοσύνης. Να συμβάλουμε στην ανάδειξη συνδικαλιστών που είναι ταυτόχρονα και πολίτες, δηλαδή να πολιτικοποιήσουμε τον συνδικαλισμό, πράγμα που θα οδηγούσε σε ένα νέο είδος ανθρώπου-συνδικαλιστή, το οποίο διαλέγεται (άρα είναι και σκεπτόμενο) αντί να συμπεριφέρεται ως στρατιωτική φάλαγγα στην οδό Σταδίου.
Πόσο αριστερή είναι άραγε αυτή η Αριστερά, πόσο αλλάζει την κοινωνία; Θα μπορούσαμε υπεκφεύγοντας να απαντήσουμε: «πάντως όχι λιγότερο από την υπαρκτή». Οφείλουμε ωστόσο και μιαν απάντηση επί της ουσίας. Επί της ουσίας λοιπόν και έχοντας ήδη δεχθεί ότι τον δρόμο εξόδου από την κρίση τον υπαγορεύουν κατά βάση οι αγορές, η προτεινόμενη αναγκαστική συμπόρευση με τη δεδομένη αυτή κατάσταση δεν αλλάζει βέβαια τον κόσμο ούτε καν ριζικά την ελληνική κοινωνία - απλώς την επαναφέρει σε ένα επίπεδο κυριαρχίας το οποίο είχε, ή νόμιζε ότι έχει κατακτήσει και το απώλεσε. Συντηρεί δηλαδή, ή μάλλον δημιουργεί, ένα κράτος, με όση φωνή αλλά και προστατευτική ισχύ αυτό μπορεί να έχει σε καιρό παγκοσμιοποίησης. Όσο για την αλλαγή της κοινωνίας, είπαμε ότι οι οικονομικοί και κοινωνικοί νόμοι, σε αντίθεση με τους νόμους της φύσης, δεν είναι αιώνιοι και αναλλοίωτοι, μεταβάλλονται ή και αλλάζουν ριζικά. Κι όσο κι αν χωράει πολλή συζήτηση, αν είναι τελικά οι άνθρωποι που αλλάζουν τις συνθήκες, ή οι αλλαγμένοι άνθρωποι είναι προϊόντα αλλαγμένων συνθηκών και ο καθένας μπορεί να τοποθετηθεί ανάλογα με τον βαθμό αισιοδοξίας ή κοινωνικού ντετερμινισμού που τον διακρίνει, είναι σίγουρο ότι ακόμα κι αν ισχύει το δεύτερο, πραγματοποιείται μέσω του πρώτου. Οι άνθρωποι καθημερινά δρουν μέσα στα πράγματα και τα επηρεάζουν ή και τα αλλάζουν με τη δράση τους - αλλά για να επηρεάσεις και να αλλάξεις κάτι πρέπει να παρέμβεις πολιτικά στο πεδίο ορισμού του. Και είναι ακριβώς αυτό το πεδίο ορισμού που, τον καιρό της παγκοσμιοποίησης, είναι πολιτικά ασχημάτιστο και διαφεύγει από την εμβέλεια της παρέμβασής μας. Στον σχηματισμό, στην πολιτική σχηματοποίηση αυτού του παγκόσμιου πεδίου είναι που υπάρχουν όχι απλώς τα περιθώρια, αλλά και το καθήκον αριστερής πολιτικής παρέμβασης με την κυριολεξία του όρου, δηλαδή παρέμβαση που δημιουργεί πράγματα και αλλάζει πράγματα. Αλλά ακόμα κι αυτή η παρέμβαση προϋποθέτει κράτος, κράτος με φωνή και παρουσία, κατά το δυνατόν ισχυρό κράτος. Γυρίζουμε έτσι και πάλι στο ζήτημα της ανασυγκρότησής του.

(1) Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 με την οριστική επικράτηση της λαϊκής έναντι της φιλελεύθερης Δεξιάς εντός της Νέας Δημοκρατίας, το κόμμα αυτό υιοθετεί πολλά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον πασοκικό λαϊκισμό, ιδιαίτερα καθώς την ίδια εποχή το ΠΑΣΟΚ του Κ. Σημίτη προσπαθεί, όχι πάντα με επιτυχία, να τα εγκαταλείψει. Ο λαϊκισμός εξαπλώνεται σε όλο το πολιτικό φάσμα, αποτελεί κυρίαρχη ιδεολογία εντός της κοινωνίας, χωρίς την επίκληση της οποίας κανένα κόμμα δεν μπορεί να κερδίσει εκλογές, και είναι πλέον η Νέα Δημοκρατία της περιόδου 2004-2009 που εμφορούμενη πλήρως από αυτόν δίνει, απολύτως φυσιολογικά, την τελική και αποφασιστική ώθηση προς τη χρεοκοπία.