Διαβάζω από τον Άρη Αλεξανδρή στην Καθημερινή (16/4/23) υπό τον τίτλο 'Πρόσωπα ή ιδέες;' :
"...Διανύουμε μία ακόμη προεκλογική περίοδο κατά την οποία οι προσωπικότητες επισκιάζουν τα προγράμματα, τόσο τα εξαγγελθέντα και μη τηρηθέντα, όσο κι εκείνα που εξαγγέλλονται τώρα και αφορούν την επόμενη τετραετία...
.....Η έμφαση στα πρόσωπα αντί των ιδεών είναι καταστροφική και για τους πολιτικούς και για το εκλογικό σώμα· προτάσσει ένα ήθος επιφανειακού ανταγωνισμού και ξεμαλλιάσματος εκεί όπου η σύγκρουση θα έπρεπε να αφορά πολιτικές, στόχους και μετρήσιμα αποτελέσματα....
.....Δεν είναι κακό πράγμα η επικοινωνία· αρκεί το αντικείμενό της να μην είναι το ίδιο με το υποκείμενό της"
Ανήκοντας στην πρώτη γενιά της Μεταπολίτευσης, ναι εκείνη που (υπερ-) πολιτικοποιήθηκε και (υπερ-) "ιδεολογικοποιήθηκε", παρακολουθώ με κάποια απορία νέους, νέες και γενικώς φερέλπιδες πολιτικούς να διαβαίνουν με μεγάλη ευκολία τους ιδεολογικούς Ρουβίκωνες αναζητώντας ευνοϊκότερους εκλογικούς ορίζοντες στην αντίπερα όχθη.
Σήμερα δεν μοιάζει να χρειάζονται πολιτικά επιχειρήματα και αρκεί απλώς μιά γενικόλογη διακήρυξη πίστης στο πρόσωπο του εκάστοτε ηγέτη του φορέα υποδοχής.
Από την άλλη πλευρά βλέπουμε τις τελευταίες δεκαετίες όλο και περισσότερο στα ψηφοδέλτια, στο όνομα της (αναγκαίας και ευπρόσδεκτης) ηλικιακής ανανέωσης, νέους ανθρώπους που σχετικά πρόσφατα έχουν, ας πούμε, ολοκληρώσει τις (λαμπρές, ας το δεχτούμε) σπουδές τους αλλά γενικώς ελάχιστα έχουν δοκιμαστεί στον επαγγελματικό στίβο και στα βάσανα της πραγματικότητας. Ή αντίθετα άλλους που έχουν διαπρέψει επ' ολίγον σε κάποιο πεδίο που προσφέρει δημοσιότητα και βλέπουν την πολιτική σαν μιά δεύτερη ευκαιρία για αλλαγή (και χρονική επέκταση) σταδιοδρομίας.
Η είσοδος στην πολιτική ανθρώπων με αυτό το προφίλ μας παραπέμπει στην έννοια του "ζειν από την πολιτική" και όχι του "ζειν για την πολιτική", για να χρησιμοποιήσουμε μια διάκριση του Μαξ Βέμπερ σε μία διάλεξή του στα 1918 όπου αντιπαραθέτει την "πολιτική ως κλήση" και την "πολιτική ως επάγγελμα".
Μια τέτοια επιλογή -της πολιτικής κυρίως ως σταδιοδρομίας και δευτερευόντως ή τριτευόντως ως κοινωνικής ευθύνης και δημόσιας παρέμβασης- τείνει σχεδόν πάντα να συνδυάζεται με μιά επικοινωνιακή στρατηγική όπως εκείνη που επισημαίνει ο Άρης Αλεξανδρής, όπου " το αντικείμενό της είναι το ίδιο με το υποκείμενό της".
Αν όμως αυτό που επικοινωνείται δεν είναι πολιτικές και ιδέες αλλά ο ίδιος ο υποψήφιος και τα -υπαρκτά ή υποτιθέμενα- προσωπικά χαρίσματά του, ενώ τελικό ζητούμενο της εκλογικής του συμμετοχής δεν είναι η πολιτική, δηλαδή συγκεκριμένες, ιδεολογικά καθορισμένες, δημόσιες πολιτικές, αλλά η σταδιοδρομία του, τότε έχουμε εκλογικές διαδικασίες με υποψήφιους/ες αλλά χωρίς διακυβεύματα πολιτικής
Έτσι διευκολύνεται η μετακίνηση μεταξύ παρατάξεων, οι "πολιτικές μεταγραφές", χωρίς ιδεολογικά όρια αλλά και χωρίς ηθική ζημία, ένθεν κακείθεν, δηλαδή ούτε του μετακινούμενου ούτε του φορέα υποδοχής.
Διότι όταν δεν επιλέγουμε πολιτικές, άρα ιδέες και αξίες, αλλά (υποτιθέμενους) ικανούς διαχειριστές με εν λευκώ εξουσιοδότηση εφ΄όλης της ύλης ή, ακόμα χειρότερα, όταν ταυτίζουμε τις ( ακαθόριστες και απροσδιόριστες) πολιτικές με πρόσωπα, τότε τα ιδεολογικά και προγραμματικά στοιχεία χάνουν την σημασία τους.
Όλα τούτα όμως φοβούμαι πως μας οδηγούν στο οξύμωρο μιας "απολίτικης πολιτικής" και σε μιά πολιτική ελίτ, που αν δεν καταλήγει "προ-νεωτερική", δηλαδή -για να μνημονεύσουμε και πάλι τον Βέμπερ- μη-ορθολογική (με την έννοια της ικανότητας αντιμετώπισης προβλημάτων) αλλά χαρισματική (με "χαρίσματα" επικοινωνιακά κατασκευασμένα ή υπερτονισμένα) και κληρονομική (μέσα από δίκτυα νεποτισμού, οικογενειακού ή μιντιακού) , γίνεται τουλάχιστον ... προ-μεταπολιτευτική, εν ολίγοις "μαυρογιαλουρική".