Η «ΑΠΡΌΣΜΕΝΗ» ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΜΕΓΑΛΟ ΑΦΗΓΗΜΑ»
Η Νέα Δημοκρατία παρά τις διαχειριστικές και πολιτικές αδυναμίες της πρώτης τετραετίας, που θα ήταν αναμενόμενο να στοιχίσουν εκλογικά σε οποιοδήποτε κυβερνητικό κόμμα (ποσοστό θανάτων από την πανδημία και γενικότερα προβλήματα στο σύστημα υγείας, διαχείριση πυρκαγιών στην Εύβοια και την Αττική, τραγωδία Τεμπών, πληθωρισμός τροφίμων που πλήττει τα λαϊκά στρώματα, κρίση στέγης, επιδείνωση ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αύξηση δημοσίου χρέους -υπερέβη τα 400 δις παρά την πρόσφατη ποσοστιαία πτωτική τάση του λόγω κυρίως του πληθωρισμού- σκάνδαλο παρακολουθήσεων, πελατειακά φαινόμενα, χαριστικές απευθείας αναθέσεις και επιδοτήσεις, αποτυχίες των πολιτικών για τα ΑΕΙ κλπ ) , κέρδισε άνετα τις εκλογές χάρη στο συνολικό αφήγημα που διαμόρφωσε: αυτό της κανονικότητας, της ομαλοποίησης και της αισιοδοξίας. Η προοπτική και το αισιόδοξο αφήγημα μέτρησαν πολύ περισσότερο ακόμη και από προφανείς κυβερνητικές αδυναμίες και αστοχίες.
Σε ένα κοινό κουρασμένο από δεκαπέντε χρόνια οικονομικής και υγειονομικής κρίσης το καθησυχαστικό μήνυμα της ΝΔ και η προοπτική που έδινε ήταν πολύ πιο ελκυστικά από την καταστροφολογία και το διαρκές κάλεσμα σε "αγώνες" και ‘’ανατροπές’’ του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα 14% των ψηφοφόρων του τελευταίου το 2019 μετακινήθηκε το 2023 στην ΝΔ και είναι ακριβώς αυτό το κοινό που βρίσκεται σε αναζήτηση κανονικότητας και αισιοδοξίας.
Αντίστροφα όμως, άλλες κατηγορίες πολιτών που δεν πείθονται από το μήνυμα της "ομαλότητας" της ΝΔ - είτε ανήκοντας στους μη ευνοημένους (όπως το πρεκαριάτο των επισφαλώς εργαζομένων) είτε με ιδεολογικά κίνητρα (τοποθέτηση στην ριζοσπαστική αριστερά)- εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ προς τα αριστερά του (ΚΚΕ, Πλεύση Ελευθερίας) αλλά και προς την αποχή θεωρώντας την -άτολμη και για αυτό αποτυχημένη- απόπειρα του Αλέξη Τσίπρα για μια στροφή προς την Σοσιαλδημοκρατία ως ασυνέπεια και εξαπάτηση. Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας άλλωστε απορροφάται πλέον και από τα κόμματα της ριζοσπαστικής δεξιάς. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ χάνοντας ψηφοφόρους και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά του βρέθηκε με ποσοστά που δεν αντιστοιχούν πλέον σε κόμμα εξουσίας.
Η εκλογική επιτυχία της ΝΔ μας διδάσκει ότι η γενικότερη στρατηγική πολιτικής επικοινωνίας ενός κόμματος εξουσίας χρειάζεται ένα συνολικά ελκυστικό «μεγάλο αφήγημα» (π.χ. η κανονικότητα στην περίπτωση της ΝΔ ) που να στηρίζεται από εμβληματικές τομεακές παρεμβάσεις (π.χ. επιστρεπτέα προκαταβολή, διάφορα pass και επιδοτήσεις, ψηφιακό κράτος, στην περίπτωση της ΝΔ) και όχι απλώς έναν κατάλογο μέτρων. Ας μην ξεχνάμε πως το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου κυριάρχησε με βάση το μεγάλο αφήγημα της Αλλαγής και του Κώστα Σημίτη με εκείνο του Εκσυγχρονισμού, και όχι με βάση "μέτρα".
Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΗΣ ΝΔ
Η συνολική πτώση του Σύριζα (-15% ) δεν ενίσχυσε ανάλογα το ΠΑΣΟΚ (+4%). Ο Σύριζα με περίπου 930 χιλιάδες ψήφους διατηρεί την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης ενώ το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με περίπου 620 χιλιάδες ψήφους , δηλαδή 30% χαμηλότερα , παρέμεινε ως ήσσων αντιπολίτευση. Και εδώ ελλοχεύει ένας σημαντικός κίνδυνος για την ευρύτερη κεντροαριστερά : η λογική του "ξηλώματος του πουλόβερ" που κινδυνεύει να κυριαρχήσει με ένα αφήγημα που εστιάζει όχι στην συνολική ισχυροποίηση της κεντροαριστεράς αλλά στην διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας εντός αυτής. Σύμφωνα με το αφήγημα αυτό η πλήρης εξουδετέρωση του ΣΥΡΙΖΑ ναι μεν δεν επιτεύχθηκε τώρα, αλλά θα επιτευχθεί την επόμενη και αν όχι, τότε την μεθεπόμενη φορά. Αν μια τέτοια λογική κυριαρχήσει θα θέτει μονίμως στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης ως κύριο αντίπαλο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ όχι την κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία αλλά τον (αποδυναμωμένο) ΣΥΡΙΖΑ τροφοδοτώντας έναν εμφύλιο διαρκείας στο προοδευτικό χώρο που θα ενισχύσει την παντοδυναμία της κυβέρνησης οδηγώντας αντί του δικομματισμού στο λεγόμενο πολιτικό σύστημα του "ενάμισι κόμματος".
Υπάρχει ιστορικά αρνητικό ανάλογο μεταξύ 1952 και 1963 όταν η πολυδιάσπαση του προοδευτικού χώρου και οι κομματικοί και προσωπικοί ανταγωνισμοί (Σοφοκλής Βενιζέλος, Νικόλαος Πλαστήρας, Γεώργιος Παπανδρέου, Αλέξανδρος Μπαλτατζής, Αλέξανδρος Σβώλος και Ηλίας Τσιριμώκος, Γεώργιος Καρτάλης, Νεόκοσμος Γρηγοριάδης και Αριστεροί Φιλελεύθεροι κλπ κλπ αλλά και , αριστερότερα, η ΕΔΑ) επέτρεψε την απόλυτη κυριαρχία της τότε μετεμφυλιακής δεξιάς (Συναγερμός, ΕΡΕ) -βοηθούντος το 1956 και του ληστρικού «τριφασικού» εκλογικού συστήματος - μέχρι την συγκρότηση της ενιαίας Ένωσης Κέντρου.
ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ …
Ένα επιπρόσθετο σφάλμα, στο πλαίσιο της παραπάνω στρατηγικής , αποτελεί η πρόσληψη και αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ ως ενιαίου μπλοκ, αντίληψη που δεν επιτρέπει την αξιοποίηση των εσωτερικών του αντιθέσεων για συγκρότηση ενός διευρυμένου μπλοκ της σύγχρονης κέντρο-αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ ενσωματώνει τις αντιφάσεις της "όλης αριστεράς" η οποία συγκροτείται ιστορικά από δύο τάσεις: μιά ριζοσπαστική και επαναστατική που ευαγγελίζεται την ανατροπή του καπιταλισμού και μία σοσιαλδημοκρατική που προκρίνει τις μεταρρυθμίσεις ως μέσο οικοδόμησης μιας βιώσιμης συμπεριληπτικής οικονομίας και μιας δίκαιης κοινωνίας.
Τα δύο αυτά προγράμματα δεν είναι συμβατά. Το πρώτο, όταν δεν συντάσσεται με την όξυνση των αντιφάσεων του καπιταλισμού προκειμένου να δημιουργηθούν επαναστατικές συνθήκες, αντιστρατευόμενο εμπράκτως κάθε βελτίωση, προτάσσει ένα αφήγημα μιάς κοινωνίας σχεδόν δυστοπικής η οποία δεν βελτιώνεται αλλά ανατρέπεται . Το δεύτερο τάσσεται υπέρ των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ισόρροπη ανάπτυξη συνδυασμένη με την κοινωνική δικαιοσύνη και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Η συνύπαρξη των δύο αυτών τάσεων στο πλαίσιο ενός πολιτικού οργανισμού δεν είναι μακροπρόθεσμα πολιτικά αποτελεσματική και βιώσιμη. Μπορεί συγκυριακά σε περιόδους εκλογικής ανόδου και γενικευμένου ενθουσιασμού να αυξάνει τις συσπειρώσεις και τα ποσοστά, δεν οικοδομεί ωστόσο ένα συνεκτικό αφήγημα διακυβέρνησης και δεν μπορεί να παράξει αποτελεσματική εφαρμοσμένη πολιτική. Παράλληλα, δεδομένου ότι οι δύο αυτές τάσεις της ευρύτερης αριστεράς είναι σε τελική ανάλυση ιδεολογικά ασύμβατες και πολιτικά ανταγωνιστικές, η συνύπαρξή τους σε έναν ενιαίο πολιτικό οργανισμό παράγει πολιτική εσωστρέφεια και ενδο-κομματικές εντάσεις που κάθε άλλο παρά ενισχυτικές της κυβερνητικής ικανότητας και των προοπτικών διακυβέρνησης είναι .
Αυτές τις εσωτερικές αντιφάσεις βίωσε ο ΣΥΡΙΖΑ στην μέχρι τώρα πορεία του. Συγκροτημένος από ένα ετερόκλητο σύνολο πολιτικών συσσωματώσεων , ξεκινώντας από την ανανεωτική αριστερά, την σοσιαλδημοκρατία και την πολιτική οικολογία στο ένα άκρο και φθάνοντας μέχρι τα ταυτοτικά κινήματα και τους ελευθεριακούς κομμουνιστές στο άλλο. Ενισχυόμενος δε από ένα εξίσου ετερόκλητο εκλογικό κοινό της κρίσης και των μνημονίων προερχόμενο κατά μεγάλο ποσοστό από το ΠΑΣΟΚ , που προσλάμβανε τον ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το 2015, όπως έδειχναν μετρήσεις της περιόδου εκείνης, ως ένα κόμμα της κεντροαριστεράς, αλλά και από ψηφοφόρους ενός ευρύτερου φάσματος που τους προσείλκυε η επαγγελία της αποκατάστασης «με ένα νόμο και ένα άρθρο» της εθνικής υπερηφάνειας και της (πελατειακής; ) κανονικότητας. Απετέλεσε έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ την επιτομή της έλλειψης πολιτικής συνοχής και από ότι φαίνεται θα εξακολουθήσει να την αποτελεί αν οι όποιες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις μετείχαν στο κόμμα, επιμείνουν να παραμένουν εγκλωβισμένες σε αυτό το πλαίσιο της πλασματικής ενότητας.
… ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΥΓΚΡΌΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΎ ΠΟΛΟΥ
Ανάλογο σφάλμα με την en bloc αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελούσε και η αγνόηση των προκλήσεων επανασυγκρότησης του κύριου φορέα της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, όπως το έλλειμμα συμμετοχικών διαδικασιών , η περιορισμένη έμφαση στις προγραμματικές λειτουργίες αλλά και η, αριθμητικά, περιορισμένη παρουσία επαρκών κεντρικών αλλά και περιφερειακών στελεχών αναγκαίων για την παραγωγή ουσιαστικής προοδευτικής πολιτικής.
Για να υπάρξει μια τέτοια πολιτική και να αποτυπωθεί σε ένα καινοτόμο και ελκυστικό πρόγραμμα απαιτείται προηγουμένως η αποσαφήνιση του πολιτικού στίγματος της σοσιαλδημοκρατίας, που σήμερα σε πολλούς κύκλους με αναφορά στην κέντρο-αριστερά, συγχέεται με τον κεντροδεξιό ορντολιμπεραλισμό και την κοινωνική οικονομία της αγοράς. Αυτά όμως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ισχυρή αγορά διανθισμένη με κάποια ψήγματα κοινωνικής πολιτικής. Η σοσιαλδημοκρατία είναι κάτι ριζικά διαφορετικό.
Η σοσιαλδημοκρατία είναι ασφαλώς υπέρ της αγοράς και της ανάπτυξης αλλά όχι υπερ της παντοδύναμης και ανεξέλεγκτης αγοράς και της μονοδιάστατης οικονομικής μεγέθυνσης που προτείνουν οι οικονομικά συντηρητικές δυνάμεις. Η σοσιαλδημοκρατία καλείται λοιπόν να επεξεργαστεί ένα εναλλακτικό σχέδιο συμμετοχικής, περιεκτικής, ισόρροπης και βιώσιμης ανάπτυξης. Σε αυτό το σχέδιο η μεγέθυνση της πίτας δεν είναι ανεξάρτητη από - ούτε προηγείται της διανομής της. Η δίκαιη διανομή και η συμμετοχή στα οφέλη της ανάπτυξης είναι μέρος και της διαδικασίας οικονομικής μεγέθυνσης και κυρίως της κοινωνικά περιεκτικής και βιώσιμης ανάπτυξης.
Για να επιτευχθεί η εναλλακτική αυτή ανάπτυξη χρειάζεται μια ισχυρή κοινωνική συμμαχία και για να συγκροτηθεί η συμμαχία αυτή είναι απαραίτητη η σύγκλιση των δυνάμεων του ευρύτερου προοδευτικού χώρου που θα παράξουν ιδεολογικά και προγραμματικά ένα εναλλακτικό αφήγημα διακυβέρνησης και τις αναγκαίες για αυτό δημόσιες πολιτικές.
Σε τελική ανάλυση η κοινωνία λίγο ενδιαφέρεται για το αν ο χάρτης θα βαφτεί πράσινος ή ροζ. Αυτό που χρειάζεται είναι η μέγιστη δυνατή συσπείρωση γύρω από ένα καινοτόμο δημοκρατικό και κοινωνικό πολιτικό πρόγραμμα, γύρω από μεταρρυθμίσεις με προοδευτικό πρόσημο.
* Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε αρχικά στο socialdemo.gr