Η οικονομική εξυγίανση και η
ποιοτική αναβάθμιση της δημόσιας τηλεόρασης αποτελεί μεταρρύθμιση. Μεταρρύθμιση
αποτελεί και η κατάργησή της. Ο ορθολογικός ανασχεδιασμός της τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης (συμπεριλαμβανομένων και των μη κρατικών ή και ιδιωτικών
πανεπιστημίων) αποτελεί μεταρρύθμιση. Η δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων με
την πεποίθηση ότι όλα τα κακώς κείμενα στην τριτοβάθμια θα διορθωθούν μέσω του
ανταγωνισμού, είναι επίσης μεταρρύθμιση. Οι μεταρρυθμίσεις συνεπώς δεν είναι
ούτε ενιαίες, ούτε μονοδιάστατες, ούτε πολιτικά ουδέτερες. Κανένα πολιτικό
αφήγημα και, πολύ περισσότερο, καμία πρόταση διακυβέρνησης δεν μπορεί να είναι
γενικώς μεταρρυθμιστική. Οι
μεταρρυθμίσεις έχουν πρόσημο. Για τον λόγο αυτό, ειδικά οι πολιτικές
δυνάμεις που ευαγγελίζονται μια κοινωνία προστασίας και αλληλεγγύης,
προκειμένου να εκπληρώσουν τον πολιτικό τους όραμα, θα πρέπει να προτείνουν και
να πραγματοποιήσουν μεταρρυθμίσεις σε προοδευτική κατεύθυνση.
1. ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΗΜΕΡΑ «ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟ»;
Όμως η χρήση του όρου
"προοδευτική - ος" εγείρει προσφάτως ενστάσεις. Αμφισβητείται η παραδοσιακή
ταύτιση της κοινωνικής προόδου - διότι σε αυτήν αναφέρεται ασφαλώς η έννοια
"προοδευτική-ο"- με αριστερές πολιτικές. Και σε πολλές περιπτώσεις
δικαίως διότι εδώ και χρόνια παρατηρούμε
πολιτικές ιδιαίτερα συντηρητικές προτεινόμενες από την αριστερή πλευρά του
πολιτικού φάσματος. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η άκριτη εμμονή στην
διατήρηση των «κεκτημένων» από κοινωνικές ομάδες που δεν κατέβαλαν ή/και δεν καταβάλουν αντίστοιχη προσπάθεια και δεν
παράγουν ανάλογη κοινωνική χρησιμότητα. Κάθε τι προερχόμενο από την αριστερά
δεν είναι λοιπόν αυτομάτως προοδευτικό. Χρειάζεται να ορίσουμε εκ νέου το
περιεχόμενο της έννοιας.
Ώς προοδευτικές πολιτικές και
αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνονται αντιληπτές όσες συνεπάγονται
προσανατολισμό και πορεία προς ένα νέο
υπόδειγμα ευημερίας και ανάπτυξης βασισμένο σε παραγωγικά μεν εκσυγχρονιστικές, αλλά και περιβαλλοντικά βιώσιμες και, ιδίως, κοινωνικά ευαίσθητες αλλαγές.
Για τις μεταρρυθμίσεις με προοδευτικό πρόσημο η δημόσια ιδιοκτησία δεν μπορεί να αποτελεί κόκκινο πανί. Ούτε η αγορά να θεωρείται πανάκεια και
αποκλειστική λύση για κάθε δημόσιο πρόβλημα.
2. ΟΙ
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΘΗΣΥΧΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΕΣ
Οι παραγωγικές, οικονομικές και εργασιακές
αλλαγές που συμβαίνουν στον κόσμο και την Ευρώπη γεννούν δυσαρέσκειες και
ανασφάλειες σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα τόσο μεταξύ των οικονομικά αδύναμων
όσο και στην μεσαία τάξη. Η απουσία ολοκληρωμένων και ουσιαστικών
μεταρρυθμίσεων που να απαντούν σε αυτά τα οικονομικά αλλά και πολιτισμικά/
ταυτοτικά προβλήματα δημιουργώντας μια ομπρέλα
οικονομικής και κοινωνικής προστασίας και καταπραΰνοντας τις κοινωνικές ανησυχίες αφήνουν μεγάλες ομάδες
πληθυσμού έρμαιο των απλουστευτικών και
φοβικών αντιλήψεων που προέρχονται από τους πολιτικούς εκφραστές του
λαϊκισμού.
Έχει σημασία να αντιληφθούμε ότι
οι ανασφαλείς κοινωνικές ομάδες δεν συγκροτούνται αποκλειστικά και μόνο από το
άνεργο προλεταριάτο που προκύπτει από την αποβιομηχάνιση, ούτε από το
«πρεκαριάτο», τους νεότερους που εισερχόμενοι στην αγορά εργασίας δεν βρίσκουν
παρά mini-jobs, «δουλίτσες», υπο-αμοιβόμενη και μη ασφαλισμένη μερική (υπο-)απασχόληση.
Αντίθετα όπως εξηγεί η Caitlin Zaloom, ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο της Νέας
Υόρκης που μελετά την οικονομική εμπειρία της μεσαίας τάξης των ΗΠΑ, ήδη από τη
δεκαετία του 1980 και μετά , πολλά τμήματα της μεσαίας τάξης έχουν περάσει
"από ένα καθεστώς οικονομικής ασφάλειας σε μορφές οικονομικά ασταθούς
κατάστασης". Επι πλέον τα πράγματα τώρα επιδεινώνονται με τους ραγδαία επεκτεινόμενους
αυτοματισμούς, τα ρομπότ και τα ευφυή
συστήματα που καταργούν μαζικά ακόμα και
εποπτικές και εξειδικευμένες θέσεις εργασίας. Αυτή η νέα εύθραυστη κατάσταση της
μέσης τάξης εξηγεί την προτίμηση του 38% των λευκών πτυχιούχων στον Donald
Trump ο οποίος κατά την προεκλογική εκστρατεία του το 2016 κατήγγειλε
συστηματικά το «στρεβλό και χειραγωγούμενο σύστημα» .
Απαιτούνται λοιπόν μεταρρυθμίσεις
οι οποίες να δίνουν ουσιαστικές και καινοτόμες απαντήσεις στα τρέχοντα
οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα τα οποία αγγίζουν ένα
ευρύτατο κοινωνικό φάσμα. Μόνο γύρω από ρεαλιστικά και τεκμηριωμένα προγράμματα
και προτάσεις πολιτικής μπορούν να συγκροτηθούν συνασπισμοί διακυβέρνησης σε
προοδευτική κατεύθυνση.
Όπως έγραψε πρόσφατα στον Guardian ο Kirk Hawkins Αναπληρωτής
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Brigham Young και διευθυντής του ερευνητικού
ινστιτούτου Team Populism “Ο λαϊκισμός
είναι ελκυστικός γιατί παίρνει σοβαρά υπόψη την δυσαρέσκεια των ανθρώπων που
αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι και αδικημένοι. Καταγγέλλοντας την κοινωνική
αδικία και κατηγορώντας για αυτήν τις ελίτ που είναι τουλάχιστον εν μέρει
υπεύθυνες για τα κακώς κείμενα μιας κοινωνίας, οι λαϊκιστές κατορθώνουν να
γίνονται πειστικοί σ' αυτές τις ομάδες. Αντί λοιπόν να προσπαθούμε να τις
φιμώσουμε , πρέπει να κατανοήσουμε τις ανησυχίες τους και να προσπαθήσουμε να
τις αντιμετωπίσουμε".
3. Η (ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΗ) ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΩΣ
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Βασικά εργαλεία των αλλαγών σε
προοδευτική κατεύθυνση θα πρέπει να είναι ο συμμετοχικός σχεδιασμός και οι
αναδιανεμητικές πολιτικές σε μια πραγματική και ουσιαστική "κοινωνική
οικονομία της αγοράς" που να υπερβαίνει και να εμπλουτίζει τον γερμανικό
ordoliberalismus. Η κοινωνική οικονομία της αγοράς υπήρξε, θυμίζουμε, το
ιδεολογικό-πολιτικό πλαίσιο της γερμανικής χριστιανοδημοκρατίας μεταπολεμικά
μέχρι και τις μέρες μας. Ωστόσο η συντηρητική εκδοχή της, αυτή που συνδέεται
περισσότερο με την "ελεγχόμενη" και λιγότερο με την
"κοινωνική" αγορά , περιορίζεται στην διασφάλιση πρωτίστως του
ανταγωνισμού και δευτερευόντως ενός περιορισμένου επιπέδου κοινωνικής προστασίας,
θα λέγαμε "ύστατης καταφυγής", προς αποφυγή της κοινωνικής
εξαθλίωσης.
Μια τέτοια συσταλτική ερμηνεία
του συνδυασμού αγοράς και δημόσιας εξουσίας που αποβαίνει υπέρ της πρώτης δεν
επιτρέπει τις αναγκαίες διορθωτικές παρεμβάσεις υπερ των αδυνάμων μελών της
κοινωνίας, όσων δηλαδή δεν ευνοούνται από την μη αξιοκρατική άρα άδικη, και την
μη ανθρωποκεντρική άρα ανάλγητη, αγοραία κατανομή του παραγόμενου πλούτου. Δεν
επιτρέπει όμως ούτε και τις διαρθρωτικές εκείνες αλλαγές που βελτιστοποιούν
πραγματικά την κατανομή των κοινωνικών πόρων λαμβάνοντας υπόψη ευρύτερες αξίες
χρήσης και όχι μόνο τις αγοραίες και εμπορεύσιμες. Ως εκ τούτου μια τέτοια συσταλτική
εκδοχή δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.
Ωστόσο στην γενική της σύλληψη η
έννοια της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς είναι περιεκτική, επιτρέπει
συνθέσεις παραγωγικών αλλά και κοινωνικών προτεραιοτήτων. Είναι επίσης σε θέση
να διασφαλίσει και ορισμένες αναγκαίες πολιτικές συγκλίσεις. Μπορεί έτσι να
αποτελέσει κοινό τόπο μεταρρυθμίσεων που θα εξισορροπούν τον παραγωγικό
εκσυγχρονισμό με την διόρθωση των κοινωνικών αδικιών που οι αγοραίοι
αυτοματισμοί δημιουργούν. Μια προοδευτική εκδοχή, ήτοι μια περισσότερο
ουσιαστική κοινωνική οικονομία της αγοράς, προϋποθέτει μιαν αγορά που δεν
προτάσσεται, ούτε είναι ανεξάρτητη από- ούτε αδιάφορη προς- τις συνολικές
ανάγκες της κοινωνίας, αντίθετα υπόκειται σ' αυτές και δίνει στην κάλυψή τους
προτεραιότητα. Σε αντίθεση με τον "αυστριακό" νεοφιλελευθερισμό,
αναγνωρίζει τον κεντρικό ρόλο της δημόσιας εξουσίας και την σκοπιμότητα ενός
ρυθμιστικού κράτους. Σε αντίθεση δε με τον συσταλτικό ordoliberalismus δίνει αυξημένη βαρύτητα
στις αναδιανεμητικές λειτουργίες.
Ένας τέτοιος διευρυμένος και
κοινωνικά εμπλουτισμένος "ordoliberalismus"
πρέπει να αναγνωρίζει πως οι αστοχίες της αγοράς δεν περιορίζονται στον ατελή
ανταγωνισμό και στην φυσική τάση προς την δημιουργία μονοπωλίων, αλλά
εκδηλώνονται και με πολλούς άλλους τρόπους. Για παράδειγμα, προϊόν των ατελειών
της αγοράς αποτελούν οι αρνητικές περιβαλλοντικές εξωτερικότητες, η ανάλωση
δηλαδή κατά την παραγωγική διαδικασία των περιβαλλοντικών πόρων ως απεριόριστων
και δωρεάν. Εξίσου ελάττωμα αποτελεί και η άδικη διανομή του παραγόμενου
πλούτου δια της αγοράς. Αν μη τι άλλο θα πρέπει επ’ αυτού να δεχθούμε την
έγκυρη άποψη του Μπιλ Γκέιτς ο οποίος πρόσφατα δήλωσε : "…Δεν τα αξίζω τα
πλούτη μου. Κανείς δεν τα αξίζει. Προέκυψαν χάρη σε συγκυρίες, τύχη και μέσω
των ανθρώπων με τους οποίους συνεργάστηκα ."
4. ΕΥΗΜΕΡΙΑ
ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ
Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις στα
πλαίσια μιας κοινωνικά προσανατολισμένης οικονομίας θα πρέπει να λάβουν σοβαρά
υπόψη το ότι η υλική μεγέθυνση δεν συνιστά ανάπτυξη και ο καταναλωτισμός δεν
συνιστά ευημερία. Μεταρρυθμίσεις που θα επιδιώκουν την βιώσιμη και πολυδιάστατη
ανάπτυξη θα πρέπει κατ 'αρχήν να εξουδετερώσουν τις οικονομικές πρακτικές της
"προγραμματισμένης απαξίωσης" (planned obsolescence) των προϊόντων και να
διασφαλίσουν την μέγιστη διάρκεια ζωής, την επισκευή και επανάχρηση των υλικών
αγαθών σε ένα μοντέλο "κυκλικής οικονομίας". Θα πρέπει επίσης να
στοχεύσουν στην πλήρη μετάβαση στις ανανεώσιμες και κατά το δυνατόν
αποκεντρωμένες στην παραγωγή και χρήση τους πηγές ενέργειας. Ακόμη θα πρέπει να
θέσουν ως προτεραιότητα την επανάκτηση του ελεύθερου χρόνου ως δικαιώματος και
απόλαυσης και όχι ως κατανάλωσης, αλλά και την εξισορρόπηση της εργασιακής και
της οικογενειακής και προσωπικής ζωής. Τέλος, στα πλαίσια μιας ήπιας, ανθρωποκεντρικής
και αειφορικής ανάπτυξης, οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις χρειάζεται να
επιδιώξουν την ενίσχυση του τρίτου τομέα της οικονομίας δηλαδή της κοινωνικά
προσανατολισμένης επιχειρηματικότητας με στόχο την ικανοποιητική διαβίωση και
όχι την διαρκώς διευρυνόμενη κερδοφορία.
5. Η
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΑΥΤΟΝΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ
Παράλληλα με τις μεταρρυθμίσεις
του παραγωγικού σκέλους της οικονομίας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η αυτονόμηση
του χρηματοπιστωτικού τομέα και οι καταστροφικές επιδράσεις της στην πραγματική
οικονομία. Στο πεδίο αυτό έχουν προταθεί επαρκή εργαλεία (όπως ο διαχωρισμός
αποταμιευτικών, επενδυτικών και χρηματιστηριακών λειτουργιών στο τραπεζικό
σύστημα, ο φόρος Tobin
κλπ) και χρειάζεται απλώς η πολιτική βούληση για την αξιοποίησή τους.
6. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥΣ (ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ)
Τελευταίο πεδίο στο οποίο οι
προοδευτικές μεταρρυθμίσεις οφείλουν να εστιάσουν είναι η κοινωνική αξιοποίηση
των ασύλληπτων αλμάτων παραγωγικότητας που δημιουργούνται με την γενικευμένη ψηφιοποίηση
και αυτοματοποίηση των παραγωγικών και διοικητικών εργασιών στην μεταποίηση και
τις υπηρεσίες. Τεχνολογικές μεταβολές
όπως τα ευφυή συστήματα, οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές κλπ περιορίζουν δραστικά
την εμπλοκή του ανθρώπινου δυναμικού στην παραγωγή και ως εκ τούτου απειλούν να
στερήσουν ευρύτατα στρώματα από αξιοπρεπές εισόδημα και κατ’ επέκταση την αγορά
από επαρκή ζήτηση. Απαιτούνται λοιπόν δημόσιες πολιτικές οι οποίες θα
αναδιανέμουν τον πλούτο που θα παράγεται χωρίς ανθρώπινη συμμετοχή. Αυτό είναι
και κοινωνικά αλλά και οικονομικά απαραίτητο διότι η παραγωγή αγαθών και
υπηρεσιών χωρίς αντίστοιχη δημιουργία επαρκούς εισοδήματος πλήττει εξ ίσου τους
καταναλωτές και τους παραγωγούς .
7. Η
ΜΗΤΕΡΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ : Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Οι κάθε μορφής δημόσιες
πολιτικές, και ασφαλώς οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές, προκειμένου να επιτύχουν,
απαιτούν πολιτικο-διοικητική αποτελεσματικότητα. Χωρίς ένα πολιτικο-διοικητικό
σύστημα το οποίο να δρα με αποδοτικό τρόπο δεν μπορούν να υπάρξουν
μεταρρυθμίσεις γενικώς. Ούτε φυσικά μεταρρυθμίσεις με προοδευτικό πρόσημο. Η αποτυχία των όποιων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών
μέχρι σήμερα οφείλεται στις ίδιες αιτίες που προκαλούν γενικότερα την πλημμελή
άσκηση δημοσίων πολιτικών στην χώρα μας: την προγραμματική αδυναμία, την
ανορθολογική οργάνωση, την απουσία ελέγχου και αξιολόγησης , την πελατειακή διαμεσολάβηση,
εν τέλει, μεταξύ κοινωνίας και κράτους.
Αν τα παραπάνω ενδημικά φαινόμενα δεν αντιμετωπιστούν κανενός είδους μεταρρύθμιση
δεν θα επιτύχει. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Δεδομένων των συνθηκών, και με το (αιτιολογημένα) πλούσιο
ιστορικό αποτυχημένων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών που έχει η χώρα, για την ουσιαστική αλλαγή του κράτους αναδεικνύονται
δύο αναγκαίες προϋποθέσεις :
Πρώτον, η ένταξη σε έναν ευρύτερο
ευρωπαϊκό πολιτειακό σχηματισμό όπου τα δημόσια προβλήματα θα επιλύονται με έναν κοινό ευρωπαϊκό τρόπο. Την δημιουργία δηλαδή
ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου.
Δεύτερον, η συνεννόηση μεταξύ
κομμάτων εξουσίας ώστε τα ζητήματα της αναδιοργάνωσης και του εξορθολογισμού
του κράτους να τεθούν εκτός της ατζέντας του πολιτικο-εκλογικού ανταγωνισμού. Στο
βαθμό που όλα τα κόμματα εξουσίας χρειάζονται αποτελεσματικούς μηχανισμούς για
την εφαρμογή των προγραμμάτων τους μια τέτοια συνεννόηση θα συνιστούσε επιλογή αμοιβαίου
οφέλους ενώ τελικός κερδισμένος θα ήταν η χώρα.
---------------------------------------------------
* Ο Θ.Ν. Τσέκος είναι Καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης στο Τμήμα
Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών και Διευθυντής του Εργαστηρίου Έρευνας
των Θεσμών Διακυβέρνησης και Οικονομικής Ολοκλήρωσης στο ΤΕΙ Πελοποννήσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου